Η βεβήλωση του ΌΧΙ

Ο Τζιόρτζιο Αγκάμπεν στοχαζόμενος γύρω από την έννοια της βεβήλωσης ανατρέχει στο Ρωμαίο νομομαθή Τέστο Γάιο Τρεβάτιο ο οποίος γράφει «Βέβηλο, με την ακριβή σημασία, λέγεται ότι από ιερό ή θρησκευτικό που ήταν, αποδίδεται εκ νέου στη χρήση και την κυριότητα των ανθρώπων». Ο ίδιος ο Αγκάμπεν συνεχίζει λίγο παρακάτω λέγοντας «Καθαρό, βέβηλο, αποδεσμευμένο από τα ιερά ονόματα ήταν το πράγμα που είχε επιστραφεί στην κοινοχρηστία των ανθρώπων. Αλλά εδώ η χρήση δε φαίνεται να είναι κάτι το φυσικό: απεναντίας, αυτή επιτυγχάνεται μόνο διαμέσου μιας βεβήλωσης».

Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να πούμε με ασφάλεια πως στις 05/07/15 οι «Ιερές Αγελάδες», η Ε.Ε. και το Ευρώ, βεβηλώθηκαν. Βεβηλώθηκαν διότι αυτό που, καταρχήν τουλάχιστον, επεστράφη στην «κοινοχρηστία των ανθρώπων» ήταν το δικαίωμα τους να αμφισβητήσουν το ίδιο το μέλλον των θεσμών. Μπορεί να είχαν προηγηθεί κι άλλα δημοψηφίσματα στην ιστορία της Ε.Ε., όμως το ελληνικό δημοψήφισμα ξεχωρίζει ανάμεσά τους διότι για πρώτη φορά τέθηκε το μείζον ερώτημα – όχι ρητά αλλά ως αναπόφευκτη κορύφωση της πολιτικής και κοινωνικής κρίσης – της αντιστροφής της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με έναν λαό να αμφισβητεί εμπράκτως τη θέση του σε αυτήν. Μπορεί, επίσης, η αντεπίθεση του κυρίαρχου μπλοκ που ακολούθησε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος – και στην οποία υποτάχτηκε η ελληνική κυβέρνηση – να προσπάθησε να ανακτήσει τη «χαμένη ιερότητα», όμως η ζημιά είχε γίνει, καθώς τα ιερά και τα όσια είχαν γίνει κοσμικά ανεπιστρεπτί.

Οι δύο οριακές συνθήκες που ορίζουν το πολιτικό πρόβλημα έκτοτε

Το ελληνικό δημοψήφισμα συνέπεσε χρονικά με τη δημοσιοποίηση του «Κειμένου των Πέντε». Πρόκειται για ένα κείμενο γραμμένο από τις κορυφές της Ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας, το οποίο σκιαγραφεί την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με έμφαση στην πλήρη θεσμοποίηση της λιτότητας. Μπορεί το Κείμενο αυτό να μην έτυχε της δημοσιότητας του ελληνικού δημοψηφίσματος, όμως τα δυό τους συγκρούστηκαν και συγκρούονται έκτοτε ως οι δύο οριακές συνθήκες που μάχονται για το ποιά θα ορίσει το μέλλον της Ευρώπης.

Πριν λίγες μέρες, ήταν η νίκη του Brexit στη Βρετανία, που έκανε το «Κείμενο των Πέντε» ξανά ένα βασικό σημείο αναφοράς για την Ευρωπαϊκή ηγεσία που έσπευσε να αναγγείλει την εμβάθυνση της ολοκλήρωσης ως το αντίδοτο στις τάσεις διάλυσης. Πολλοί έκαναν λόγο για έναν ιδιότυπο αυτισμό της, ότι «δεν κατάλαβε τι έγινε» κοκ. Στην πραγματικότητα, όμως, ήδη πριν από ένα χρόνο είχε γίνει σαφές το ποιές λογικές συγκρούονται κι όσο πιο δύσκολο γίνεται οι λαοί να πειστούν πως με το σχέδιο των κυρίαρχων τάξεων τα πράγματα μπορούν να γίνουν καλύτερα, άλλο τόσο δύσκολο είναι να πειστούν και οι κυρίαρχες τάξεις να το εγκαταλείψουν, απλώς και μόνο επειδή οι λαοί το αποδοκιμάζουν.

Τι έγινε και τι δεν πρέπει να ξαναγίνει

Ως συνέπεια των παραπάνω, το ελληνικό δημοψήφισμα, μέσα από το μεγαλείωδη χαρακτήρα του μας δείχνει ότι δεν πρέπει ποτέ να κάνουμε το λάθος να πιστέψουμε πως αυτό, από μόνο του, θα είναι αρκετό για να βάλει ένα τέλος στα προβλήματά μας. Παρόλο τον ηρωισμό του, ο ελληνικός λαός δεν έκανε τίποτα άλλο παρά εμπιστευτεί σε μια κυβέρνηση τη βούλησή του για τερματισμό της λιτότητας, κόντρα βέβαια σε τεράστιους εκβιασμούς που προσπαθούσαν να τον αποτρέψουν από το να κάνει ακόμα κι αυτό.

Η κυβέρνηση, με τη σειρά της, ακολουθώντας τη δική της βούληση για μια «αμοιβαία επωφελή συμφωνία» (με το δεδομένο πως ουδέποτε, εν τέλει, ασχολήθηκε με το σενάριο της ρήξης), δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να ποντάρει στην Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία και τους Γάλλους τεχνοκράτες που ήδη από τη βδομάδα του δημοψηφίσματος βρίσκονταν στην Ελλάδα. Η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία έσπευσε κι αυτή να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να κάνει πράξη τη δική της βούληση να ξεφύγει από την ηγεμονία χρόνων των συντηρητικών δυνάμεων στην προώθηση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος στην Ευρώπη, και να γίνει αυτή η πρωτοπόρα δύναμη της εμβάθυνσής του, πλασάροντας, ταυτόχρονα, τον εαυτό της ως εγγυήτρια δύναμη της συνοχής της ένωσης.

Και κάπως έτσι φτάσαμε στο 3ο μνημόνιο, την πιο εμφατική κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού σε βάρος κάθε υπόνοιας εναλλακτικής, το οποίο γελά μέσα στη μούρη των πρωταγωνιστών του δράματος, γνωρίζοντας πως αποτελεί τη μονοσήμαντη κατάληξη οποιουδήποτε πολιτικού σχεδίου δεν επιθυμεί να απεμπλακεί από τα ιερά και τα όσια του κοινοβουλευτισμού και της πολιτικής σταθερότητας. Σε πείσμα, λοιπόν, της υπαρκτής και αποτυπωμένης στο αποτέλεσμα λαϊκής διαθεσιμότητας για μια ριζοσπαστική διέξοδο, η ηγεσία της κυβέρνησης κίνηθηκε με συνέπεια, όχι προς το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος προφανώς, αλλά προς τον τρόπο με τον οποίο, κατά κύριο λόγο, πολιτεύτηκε το προηγούμενο διάστημα βάζοντας, μεταξύ άλλων, οριστική ταφόπλακα στον ΣΥΡΙΖΑ ως πεδίο μάχης ανταγωνιστικών λογικών και πρακτικών για την κυβέρνηση, το κράτος, τα κινήματα κοκ.

Το σίγουρο, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι ένας λαός δεν πρέπει ποτέ να παραχωρεί τη δική του βούληση σε κανέναν άλλο, για να την κάνει πράξη.  Οποιεσδήποτε θυσίες και οσοδήποτε «ξεβόλεμα» συνεπάγεται αυτό. Οι εξελίξεις στη Βρετανία μπορούν να είναι εξίσου διδακτικές, σχετικά με τα παραπάνω. Το δημοψήφισμα δεν πρέπει να μείνει στο συλλογικό υποσυνείδητο για να μας θυμίζει μονάχα τα σπουδαία που κάναμε, αλλά κυρίως αυτά που δεν πρέπει να ξανακάνουμε.

Όχι άλλη θλίψη

Η σημερινή μέρα είναι δύσκολη. Δύσκολη γιατί οι αναμνήσεις θα μας κατακλύζουν αλλά εμείς κινδυνεύουμε να μένουμε και πάλι «βολικά μουδιασμένοι» απέναντί τους. Στην πραγματικότητα, μεγάλο κομμάτι του κόσμου που έδωσε τη μάχη του ΟΧΙ, και δη στη νεολαία, μοιάζει με ένα θλιμμένο εραστή, που αναπολεί το χαμένο έρωτα διότι τότε ένιωθε τον εαυτό του σπουδαίο και παντοδύναμο, ενώ τώρα βυθίζεται στην υποτιθέμενη ασημαντότητά του, ανατρέχοντας διαρκώς σε ότι θυμίζει τις περασμένες «καλές μέρες», πιστεύοντας πως έχει περάσει ανεπιστρεπτί κάθε δυνατότητα να νιώσει ξανά έτσι.

Θα είναι τεράστιο λάθος να δούμε τον εαυτό μας με συμπάθεια γι’ αυτή την αξιολύπητη συναισθηματική μας κατάσταση. Θα είναι τεράστιο λάθος που θα ισοδυναμεί με παραίτηση από τους ίδιους μας τους εαυτούς και τις δυνατότητές τους. Αν νιώσαμε, πέρυσι τέτοιες μέρες, παντοδύναμοι, με αυτοπεποίθηση κι έτοιμοι να ορίσουμε το μέλλον μας, δεν ήταν επειδή κάποιος μας «χάρισε» με την παρουσία του αυτά τα συναισθήματα. Ήταν γιατί τα κατακτήσαμε μέσα από την πορεία αγώνων στους οποίους πρωτοστατήσαμε. Κόντρα στον καιρό και στη «φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων» οφείλουμε να διατηρούμε αυτή την αυτοπεποίθηση και τα ρίσκα που συνεπάγεται, κόντρα στο βόλεμα της απογοήτευσης.