του Peter Thomas
μετάφραση: Ειρήνη Γαϊτάνου, Κώστας Γούσης
Η πραγματικότητα και η έννοια της αλληλεγγύης συνιστά μια από τις πλέον πολύτιμες “πηγές ελπίδας” που έχουν αναπτυχθεί στον μακρύ αγώνα μέσα και ενάντια στον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό. Θεωρούμενο ως ιστορική πραγματικότητα, ζώσα και βιωμένη στους καθημερινούς αγώνες διαφορετικών κινημάτων και εκστρατειών, το κάλεσμα για αλληλεγγύη έχει, τουλάχιστον για κάποιους/ες, τη δύναμη μιας κατηγορικής προσταγής, μια άμεση ταυτοποίηση μέσων και σκοπών. Η αλληλεγγύη δεν είναι ποτέ άμεσα ή ουσιαστικά δεδομένη, αλλά αναδύεται με επίπονο και αποφασιστικό τρόπο σε απάντηση συγκεκριμένων προβλημάτων και αγώνων. Σηματοδοτεί μια δέσμευση “να είμαστε εκεί” όχι στη βάση μιας κοινής ταυτότητας ή κοινής ουσίας, αλλά ακριβώς στη βάση μιας “δυσδιάκριτης διαφοράς”, της οποίας το νόημα και η σημασία μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο στη διαδικασία της άσκησης της αλληλεγγύης ως ενεργού σχέσης αγώνα. Η αλληλεγγύη μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί ότι συμβαίνει όταν ποικίλα συμφέροντα, για πολύ διαφορετικούς και συχνά ακόμα και αντιφατικούς λόγους, εισρέουν σε ένα κοινό σχέδιο, το οποίο ταυτόχρονα επιβεβαιώνει και μετασχηματίζει τα συστατικά του μέρη. Σε αυτή την προοπτική, το να ενεργούμε σε αλληλεγγύη με άλλους δεν είναι, καταρχάς, για να δηλώσουμε απλώς ένα υπαρξιακό ανήκειν σε μια κοινωνική ομάδα, μια τάξη ή μια συλλογικότητα; κυρίως, είναι για να συστρατευτούμε στην ενεργό κατασκευή των κοινωνικών σχέσεων με τέτοιο τρόπο που θέτει κάθε στατική σύλληψη του συλλογικού υπό αμφισβήτηση. Έτσι, η αλληλεγγύη είναι μια συγκεκριμένη ουτοπία, με την έννοια του Μπλοχ, ελπίδα για μια μελλοντική μορφή κοινωνικής οργάνωσης που αποτελεί ταυτόχρονα υπόσχεση για την προσπάθεια πραγματοποίησης της στο παρόν. Η πρακτική της αλληλεγγύης μπορεί λοιπόν να συλληφθεί ως μια από τις εξελισσόμενες μορφές πειραματισμού στις τροπικότητες δημοκρατικής εμπειρίας που υπερβαίνουν τις φορμαλιστικές διαιρέσεις της αστικής κοινωνίας και του κράτους της, μεταξύ του κοινωνικού και του πολιτικού, συνεταιρισμού και οργάνωσης, γεγονότος και νόρμας. Με μια πολύ πραγματική έννοια, η αλληλεγγύη είναι η “υλική συγκρότηση” του κινήματος της σύγχρονης εργατικής τάξης και της συμμαχίας της με άλλες εκμεταλλευόμενες και καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες, η μορφή με την οποία έχει επεξεργαστεί προοπτικές και πρακτικές μιας εν δυνάμει αυτο-κυβέρνησης του αμετάκλητα ποικιλόμορφου.
Ως έννοια, η αλληλεγγύη συνοψίζει και επιχειρεί να αποσαφηνίσει ένα πολλαπλό φάσμα εμπειριών αγώνα για νέες μορφές συμβίωσης που υπερβαίνουν τους περιορισμούς παλιότερων μορφών προκαπιταλιστικών κοινοτιστικών πρακτικών και ταυτοτήτων, ή νέων μορφών κατακερματισμού και μερικής διαίρεσης που ορίζουν την πάντα ανολοκλήρωτη φύση καπιταλιστικής κοινωνικοποίησης. Όπως τονίζει ο Άλεξ Ντεμίροβιτς σε αυτό το τεύχος του Luxemburg, η ιστορική ανάπτυξη αυτής της έννοιας δεν έγινε χωρίς βαθιές αντιφάσεις και αμφισβητήσεις, ακριβώς επειδή οι κοινωνικές μορφές στις οποίες επιχειρεί να αναφερθεί η έννοια της αλληλεγγύης είναι οι ίδιες αντιφατικές και αμφισβητήσιμες. Είναι ασφαλώς αλήθεια ότι κάποιες μορφοποιήσεις της έννοιας της αλληλεγγύης κινήθηκαν εντός και όχι πέραν της “υπάρχουσας τάξης πραγμάτων” και των δικαστικών και διοικητικών πολιτικών μορφών της – η αλληλεγγύη νοούμενη ως μορφή εξω-δικαστικής αναγνώρισης από την πλευρά εκείνων “χωρίς πλευρά” (κατά την έκφραση του Ρανσιέρ), ή ως θεωρία του αμαλγάματος ξεχωριστών κοινωνικών ατόμων με την έννοια μιας διοικητικής στιγμής ή “νόρμας” που τα ενώνει από τα πάνω. Αυτές οι εκδοχές αλληλεγγύης αντιστοιχούν σε εκείνες τις μορφές πάλης των “κατώτερων τάξεων” που παρέμειναν ιστορικά εντός των ορίων του “στενού αστικού ορίζοντα”, όπως τον ονόμαζε ο Μαρξ – από τις διάφορες μορφές σοσιαλδημοκρατικού ή εργατίστικου “ρεφορμισμού” μέχρι στους απλούς “συνδικαλιστικούς” αγώνες που στοχεύουν στη βελτίωση των χειρότερων επιπτώσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της κοινωνικής ζωής, παρά στη ριζοσπαστική αμφισβήτηση των αιτιών τους. Από την άλλη πλευρά, άλλες ιστορικές εμπειρίες επιχείρησαν να αναπτύξουν αυτή την αντιφατική έννοια σε πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις – η Λούξεμπουργκ, ο Λένιν, ο Γκράμσι και ο Τόμσον, μεταξύ πολλών άλλων, ανέδειξαν τον τρόπο με τον οποίο η ενεργός συγκρότηση αλληλεγγύης μεταξύ διαφορετικών ομάδων συμφερόντων στον αγώνα, μας παρέχει τα περιγράμματα μιας κοινωνίας που οργανώνεται με βάση της αρχές της σχεσιακότητας, της αμοιβαιότητας, της αλληλοπάθειας και της συγκεκριμένης συνεργασίας. Με αυτή την έννοια, η αργή, άνιση και αναγκαστικά αντιφατική ανάπτυξη της έννοιας της αλληλεγγύης κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων μπορεί με κάθε θεμιτότητα να θεωρηθεί ως εκπληκτική ανακάλυψη μιας εν δυνάμει νέας αρχής ηθικής ζωής και πολιτικής οργάνωσης, μιας θεωρητικής αξιοπρέπειας ισάξιας με τα διάφορα κανονιστικά ή δικαστικά παραδείγματα αναγνώρισης και νομιμότητας που κυριαρχούν σήμερα στην ακαδημαϊκή πολιτική και φιλοσοφική συζήτηση, για να μη μιλήσουμε για τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο. Μαζί με την εξελισσόμενη αναβίωση πρακτικών αλληλεγγύης, ένα από τα σημαντικότερα θεωρητικό-πολιτικά καθήκοντα σήμερα είναι να επιχειρήσουμε να παράσχουμε τα περιγράμματα μιας έννοιας της αλληλεγγύης που θα είναι ικανή να αντιμετωπίσει εκείνες τις κυρίαρχες ιδεολογίες στο ίδιο τους το έδαφος, δηλαδή, ως “ρεαλιστικές” θεωρίες των ορίων και των πιθανοτήτων μιας σύγχρονης πολιτικής δράσης.
Στο εξαιρετικό του έργο Κουλτούρα και Κοινωνία 1780-1950, ο “Ουαλός-Ευρωπαίος” σοσιαλιστής Ρέιμοντ Γουίλιαμς έφτασε να ισχυριστεί ότι “στον ορισμό του κοινού συμφέροντος ως αληθινό ίδιον συμφέρον, στον εντοπισμό της ατομικής επαλήθευσης πρωταρχικά στην κοινότητα, η ιδέα της αλληλεγγύης είναι εν δυνάμει η πραγματική βάση μιας κοινωνίας” (Williams 1959, 332). Ενάντια σε μια έννοια της “υπηρεσίας” από τη μεσαία τάξη, που εντόπισε στη ρομαντική αγγλική παράδοση που αναλύεται σε βάθος στο βιβλίο του, ο Γουίλιαμς υποστήριζε ότι η ανάπτυξη της αλληλεγγύης υποδείκνυε τη δυνατότητα μιας γνήσια δημοκρατικής κοινωνίας που θα ήταν ικανή να πραγματοποιήσει αυτό στο οποίο αναφερόταν ως “κοινή κουλτούρα.” Υποστήριζε ότι “Μια κουλτούρα από κοινού, στην εποχή μας, δεν θα είναι η απλή, παρελθοντικά ονειρεμένη κοινωνία του όλα-για-όλα. Θα είναι μια πολύ πολύπλοκη οργάνωση, που θα απαιτεί διαρκή προσαρμογή και ανασχεδιασμό. Κατά βάση, το αίσθημα της αλληλεγγύης είναι το μόνο στοιχείο σταθερότητας που θα μπορεί να νοηθεί σε μια τόσο δύσκολη οργάνωση.” (333). Ωστόσο, επέμενε ότι θα ήταν αναγκαίο να αναπτυχθεί περισσότερο η ιδέα της αλληλεγγύης, αν δεν πρόκειται να παραμείνει απλώς μια αμυντική στάση – “η φυσική νοοτροπία της μακράς πολιορκίας” (332), όπως την ονόμαζε, μια απλώς ανεστραμμένη, “αντιθετική” αντανάκλαση της καθιερωμένης κοινωνίας. “Το αίσθημα αλληλεγγύης είναι, αν και αναγκαίο, ένα πρωτόλειο αίσθημα. Εξαρτάται, μέχρι σήμερα, στην ουσιαστική ταυτότητα συνθηκών και εμπειρίας. Ωστόσο κάθε προβλεπόμενος πολιτισμός θα εξαρτάται από μια μεγάλη ποικιλία υψηλά ειδικευμένων δεξιοτήτων, που θα συμπεριλαμβάνουν, πάνω στα ορισμένα μέρη της κουλτούρας, έναν κατακερματισμό της εμπειρίας.” (333) Για τον Γουίλιαμς, το ερώτημα λοιπόν δεν ήταν να ομογενοποιηθεί η διαφορά – όπως θα πρότειναν αργότερα διάφοροι κριτικοί αναγνώστες του όπως ο Ήγκλετον, ο Χολ και ο Γκιλρόι – αλλά “να επιτευχθεί η διαφορετικότητα χωρίς να δημιουργηθεί διαχωρισμός” (334). Μάλλον, επρόκειτο στην πραγματικότητα για την πρόκληση να ασκηθεί αυτό στο οποίο ο Τζον Κίτς αναφερόταν μέσω μιας κατεξοχήν διαλεκτικής έννοιας ως “αρνητική ικανότητα,” ή την ικανότητα να διατηρηθεί η συνοχή εν δυνάμει αντιφατικών στοιχείων με έναν παραγωγικό τρόπο. Ο Γουίλιαμς υποστήριζε ότι μια τέτοια παραγωγική διαλεκτική μεταξύ ενότητας και διαφοράς θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα από τη διερεύνηση για αρχές και πρακτικές κοινωνικοποίησης που εμπεριέχουν “γνήσια αμοιβαία υπευθυνότητα και προσαρμογή. Αυτή είναι η μετατροπή του αμυντικού στοιχείου της αλληλεγγύης σε μια ευρύτερη και πιο θετική πρακτική γειτνίασης.” (333-34). Στα πλαίσια αυτής της ευρύτερης ανάπτυξης προς αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε, απηχώντας τον Αγκάμπεν και τον Ντεριντά με διαφορετικούς τρόπους, μια “κοινότητα πέρα από την κοινότητα” ή μια “μη-κοινοτιστική κοινότητα,” ο Γουίλιαμς έβλεπε την αλληλεγγύη όχι απλώς ως μορφή αγώνα ενάντια στο παλιό, αλλά ως πρακτική της οποίας οι συντεταγμένες εμπεριέχουν τα σπέρματα του νέου.
Η προγραμματική διάσταση της κατανόησης της αλληλεγγύης από τον Γουίλιαμς απέκτησε ισχυρότερες μορφές στα χρόνια που ακολούθησαν, υπό την επίδραση των αγώνων των δεκαετιών του 1960 και 1970 και, ίσως και κυρίως, των εμπνευστικών παραδειγμάτων της αλληλεγγύης της εργατικής τάξης και της “γειτονιάς”, στην τραγικά ηττημένη απεργία των Βρετανών μεταλλωρύχων της δεκαετίας του 1980. Στο Προς το 2000, μια από τις πιο πρώιμες και διαπεραστικές κριτικές της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης – ή, όπως τις ονόμαζε ο Γουίλιαμς, τις απλοποιήσεις του “σχεδίου Χ τεχνοκράτες” του ειρωνικά ονομαζόμενου “Πολύ Ύστερου Καπιταλισμού” (Williams 1983) – ανανέωνε την επιμονή του ότι κάθε μελλοντική σοσιαλιστική αναδιοργάνωση των κοινωνιών μας θα συμπεριλαμβάνει αναγκαστικά τη δημιουργία ακόμα πιο πολύπλοκων δομών και εμπειριών ιδιωτικής και κοινοτικής ζωής, εστιάζοντας σε αυτό που είχε νωρίτερα ονομάσει, στη Μακρά Επανάσταση, την ανάγκη να ανακαλυφθούν “νέοι κοινοί θεσμοί,” ή πολιτικές μορφές που θα ενσωματώνουν και θα ενδυναμώνουν την εμπειρία της αλληλεγγύης στους κοινωνικούς αγώνες (Williams 1961, 375).
Οι πολιτικές πραγματικότητες και οι συνακόλουθοι όροι συζήτησης, όμως, επρόκειτο σύντομα να αλλάξουν δραστικά. Με τη γενικευμένη νίκη του νεοφιλελευθερισμού και τον αποδεκατισμό του κινήματος της οργανωμένης εργατικής τάξης ιδίως κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και 1990, οι αναφορές στην αλληλεγγύη φαίνονταν σε κάποιους/ες να εκφράζουν μια νοσταλγική επιθυμία για μια παλιότερη και πλέον ανεπίστρεπτα χαμένη πολιτική κουλτούρα, συνδεδεμένη με μια προγενέστερη “φορντική” στιγμή και τις υποτιθέμενες εργατικές κοινοτιστικές ταυτότητες και την αποκλεισμένη αμοιβαιότητα. Σε πολλές χώρες, η πρακτική της αλληλεγγύης σε μια από τις πιο ολοκληρωμένες πραγματώσεις της – ιδιαίτερα σε ένα από τα πιο παραδοσιακά σημαντικά πεδία – τις καμπάνιες των συνδικάτων – έφτασε να κηρυχθεί παράνομη, μια κατάσταση που διαρκεί μέχρι σήμερα. Εξίσου παραλυτικά, η ίδια η έννοια της αλληλεγγύης φαίνεται να έχει πέσει σε ανυποληψία σε πολλές θεωρητικές συζητήσεις, φαινομενικά στιγματισμένη για “οργανικισμό” και “ουσιοκρατικό κοινοτισμό”, εναντίον των οποίων είχε προειδοποιήσει ο Williams. Οι θεωρητικές ευαισθησίες κατ’ αυτόν τον τρόπο σέρνονται πίσω από τις πολιτικές πραγματικότητες, απαντώντας στην κοινωνική και πολιτική αποσύνθεση με θεωρίες μη αναγώγιμης διαφοράς και ταυτοτήτων. Η αλληλεγγύη υπονοεί τη δυνατότητα της σύνθεσης, της εύρεσης φορέων ενοποίησης πέρα από τη διαφορά των εικονικών ταυτίσεων, κι όμως είναι αυτή ακριβώς τη συνάθροιση που οι πραγματικότητες του πολιτικού και κοινωνικού κατακερματισμού και οι θεωρητικές αντανακλάσεις φαίνονται εξαρχής να απορρίπτουν, είτε ως ξεπερασμένη, είτε, πιο υποχθόνια, ακόμη και ως ανεπιθύμητη.
Τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα των τελευταίων 15 χρόνων, όμως, έχουν ενθαρρύνει την επιστροφή σε πολιτικές και θεωρητικές συζητήσεις σχετικά με το ερώτημα του τι θα μπορούσε να διαμορφώσει τη βάση για ό,τι ο Williams αποκαλούσε “κοινό τρόπο ζωής”. Οι ήττες, οι απογοητεύσεις και οι οπισθοχωρήσεις έχουν ορισμένες φορές καταστήσει δύσκολη την αναγνώριση ότι, αν και σε περιορισμένες μορφές, επρόκειτο για τα χρόνια μιας “πολιτικής συσσώρευσης” εμπειριών αντίστασης και μιας νέας προοπτικής για μια μελλοντική κοινωνία. Σε αυτή τη διαδικασία, η έννοια της αλληλεγγύης ανακαλύπτεται εκ νέου και μετασχηματίζεται. Η εν εξελίξει συζήτηση στο γερμανικό Αριστερό Κόμμα, το Ινστιτούτο Ρόζα Λούξεμπουργκ και τις σελίδες αυτού του περιοδικού, αντιπροσωπεύουν μια ευπρόσδεκτη εδώ και καιρό, άρνηση μιας τριτοδρομικής ρητορικής του αναπόφευκτου νεοφιλελεύθερου κατακερματισμού, όπως εκφράζεται από τους νέους εργατικούς. Τοποθετώντας την έννοια και την πραγματικότητα της αλληλεγγύης στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης των σύγχρονων μορφών οργάνωσης, αυτό το ντιμπέιτ δεν προσφέρει απλά μια “ιστορική γραμμή” για την οργάνωση ενός σύγχρονου προβληματισμού. Ακόμη πιο ελπιδοφόρα, προσφέρει επίσης τη δυνατότητα να κληρονομήσει αυτή την έννοια με όλη τη σημασία της λέξης: κι αυτό σημαίνει μια αναζωογόνηση των δυναμικών εντάσεων που έχουν χαρακτηρίσει την ανάπτυξη της πραγματικότητας και της έννοιας της αλληλεγγύης, τόσο εντός όσο και ενάντια στην τρέχουσα οργάνωση της κοινωνίας, ένας αγώνας που καθορίζεται υπερβολικά από τις υπάρχουσες νομικές και πολιτικές μορφές, αλλά του οποίου τα ιστορικά και συγκεκριμένα, από πλευράς περιεχομένου, σημεία, τείνουν, τουλάχιστον δυνητικά, σε γραμμές μελλοντικής ανάπτυξης πέραν των αφαιρέσεων του αστικού – καπιταλιστικού κράτους.
Αυτό το κίνημα έχει γίνει αισθητό και στο επίπεδο των σύγχρονων θεωρητικών συζητήσεων. Ενάντια στις μερικότητες, τις τοπικότητες και τους ταυτοτισμούς μιας προηγούμενης φιλοσοφικής συγκυρίας (χάριν συντομίας θα την αποκαλούσαμε τη στιγμή ενός αποπολιτικοποιημένου μεταμοντερνισμού), ένα ευρύ φάσμα σύγχρονων θεωρητικών έχουν τονίσει την ανάγκη να στοχαστούμε τις συντεταγμένες μιας σύγχρονης ανανέωσης της καθολικότητας, των κοινών, και ακόμη αυτού που ο Alain Badiou έχει αποκαλέσει κατάφαση μιας ιστορικά αναλλοίωτης “κομμουνιστικής υπόθεσης”. Συνδέοντας πιο άμεσα την ιδέα της αλληλεγγύης και των κοινών, ο Peter Linebaugh, στο εμπνευσμένο Μανιφέστο – Μεγάλη Χάρτα, δίνει έμφαση στην αξιοποίηση της καθημερινής εμπειρίας των σχέσεων που δημιουργούν κοινά (“commoning”), τόσο ως έννοια ιστορικής κατανόησης της δίχως τέλος appropriative διαλεκτικής της νεωτερικότητας, και ως πολύτιμο πολιτικό απόθεμα για τους σύγχρονος αγώνες. Για τον Linebaugh “η ανθρώπινη αλληλεγγύη, όπως εκφράζεται στο σύνθημα “όλοι για έναν και ένας για όλους” είναι το θεμέλιο των σχέσεων που δημιουργούν κοινά. (Linebaugh 2010). Ένα τέτοιο πρότζεκτ συνδέει έντονα την ιδέα της αλληλεγγύης με τις καθημερινές πρακτικές της αμοιβαιότητας και της αλληλοβοήθειας, της κοινωνικής αλληλεπίδρασης που δε βασίζεται σε ανταλλαγές “ισοδυνάμων”, αλλά σε πρακτικές φροντίδας και καλλιέργειας. Κυρίως, διακρίνοντας τα κοινά από το “δημόσιο” (ως νομική παθητικοποίηση του δυναμισμού των συμμετοχικών διαστάσεων των κοινών), ο Linebaugh υπογραμμίζει ότι η αλληλεγγύη ξεκινάει εκεί που τελειώνει ο ατομικός εγωισμός, ή μάλλον, σε εκείνες τις στιγμές όταν οι θεμελιώδεις σχέσεις που δημιουργούν κοινά μπορούν να βρουν τις μορφές να αντισταθούν στην ενσωμάτωση και τελικά καταστροφή τους από τις νομικές κατηγορίες της ιδιοκτησίας, είτε δημόσιας είτε ιδιωτικής.
Το πρόσφατο βιβλίο των Michael Hardt και Antonio Negri “Κοινοπολιτεία”, το τέταρτο από τη συλλογική τετραλογία τους, που περιλαμβάνει την “Αυτοκρατορία”, το “Πλήθος” και το παλιότερο “Εργασία του Διόνυσου”, αποτελεί ίσως μία από τις πιο ενδιαφέρουσες συμβολές σε αυτή την ανανεωμένη συζήτηση για τα κοινά. Με έναν τρόπο παρόμοιο με αυτόν του Linebaugh, αλλά με πιο σαφή θεματική αναφορά στις πολιτικές οντολογικές προϋποθέσεις, οι Hardt και Negri επίσης στοχεύουν ενάντια σε ό,τι χαρακτηρίζουν ως “Δημοκρατία της Ιδιοκτησίας”. Επιμένουν ότι τα κοινά συνιστούν τα πάντα-ήδη-απαρνημένα, ή, με βάση την ορολογία της “Κοινοπολιτείας”, «κατεστραμμένα» θεμέλια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η “καταστροφή” αυτή εκτυλίσσεται στους θεσμούς της οικογένειας, της εταιρείας και του κράτους, μηχανισμούς “αναπαράστασης” που συγκροτούν μοναδικότητες σε ταυτότητες, διαστρεβλώνοντας και διχάζοντας τα κοινά σε ιδιωτικές και δημόσιες νομικές μορφές ιδιοκτησίας.
Σε αυτό το σημείο ακριβώς η “Κοινοπολιτεία” περιγράφει μια σειρά από έννοιες που είναι χρήσιμες για να σκεφτούμε μορφές μιας ανανεωμένης πρακτικής της αλληλεγγύης σήμερα – αν και η λέξη αυτή εμφανίζεται οριακά σε αυτό το βιβλίο. Σε αντίθεση με άλλους σύγχρονους στοχαστές όπως ο Žižek, οι Hardt και Negri παρουσιάζουν μια πιο διαλεκτική αποτίμηση των δυνατοτήτων και των ορίων της πολιτικής ταυτότητας. Αντί να αντιπαραθέτουν τις πολιτικές ταυτότητας σε μια πιο “πραγματική” μορφή πολιτικής (που βασίζεται σε έναν μη – αναγώγιμο ανταγωνισμό ή μια σταθερή αντίθεση συμφερόντων), υποστηρίζουν μια “επαναστατική παράλληλη πορεία” μιας πολλαπλότητας ταυτοτήτων, μια “εξεγερσιακή διασταύρωση” που ο δυναμισμός της θα επιτρέψει την υπέρβαση του δομικού προσδιορισμού της έννοιας της ταυτότητας (που ανάγεται τελικά στη λογική της ιδιοκτησίας και της αναπαράστασης) και την επεξεργασία μιας ενεργητικής αίσθησης “μοναδικότητας”. Αποκαλούν αυτή τη διαδικασία ως το γίγνεσθαι σε πολλαπλότητα των μοναδικοτήτων εκείνης της αξιοσημείωτης φιγούρας του “πλήθους”. Για τους Hardt και Negri, “Η δημιουργία του πλήθους… δεν είναι μια διαδικασία συγχώνευσης και ενοποίησης… αλλά περισσότερο θέτει σε κίνηση τον πολλαπλασιασμό των μοναδικοτήτων που συγκροτούνται στις διαρκείς συναντήσεις των κοινών» (Hardt and Negri 2009, 350). Με τη σειρά τους, ακριβώς αυτές οι συναντήσεις των μοναδικοτήτων συγκροτούν τα κοινά, ως εκείνο το πεδίο της περιεκτικής αμοιβαιότητας που δεν αρνείται αλλά περισσότερο αξιοποιεί την αντιπαράθεση και τη διαφορά ως συγκροτητική κάθε ολοκληρωμένης εμπειρίας της συνύπαρξης από κοινού.
Με αυτή την έννοια, η αλληλεγγύη μπορεί να θεωρηθεί ως ηθικο-πολιτική αρχή που στοχεύει να επιτρέψει τον πληθυντικό-ενικό χαρακτήρα του πλήθους – ή, με μια παλιότερη ορολογία, την πλούσια ποικιλία των ταυτοτήτων και της πραγματικότητας που βιώνουν οι εκμεταλλευόμενες και υποτελείς τάξεις – να «επιτύχουν τις συναντήσεις τους» με τρόπο που να τις διευκολύνει (357). Η αλληλεγγύη, τότε, θα είναι η ενεργητική προσπάθεια να χτίσουμε μορφές εμπειρίας της διαφοράς, όχι ως καταστροφή μιας προκαθορισμένης ουσιώδους ενότητας, αλλά ως προϋπόθεση για δυναμικές διαδικασίες μιας εν εξελίξει και πάντα υπό διαπραγμάτευση ενοποίησης· με γκραμσιανούς όρους, πρακτικές που καθιστούν δυνατή τη “μετάφραση” ανάμεσα στα διαφορετικά λεξιλόγια της κοινωνικής εμπειρίας και του αγώνα. Όπως έχει τονίσει ο Mario Candeias, μια τέτοια πρακτική της αλληλεγγύης θα στοχεύει όχι στην άρνηση των διαφορών, αλλά στην αξιοποίησή τους, ως πηγές μιας εν δυνάμει “γενίκευσης” συμφερόντων που είναι τόσο το μέσον για την επίτευξη όσο και ο σκοπός μιας κοινωνίας που βασίζεται στην αλληλεγγύη (Candeias 2010, 8).
Από μια πολύ διαφορετική πολιτική και διανοητική παράδοση, οι Hardt και Negri φαίνονται να προτείνουν εκ νέου, σε σύγχρονο λεξιλόγιο, την επιμονή του Williams για ένα είδος αλληλεγγύης που θα μπορεί να πετύχει και να ενθαρρύνει την ποικιλομορφία χωρίς να οδηγεί στο διαχωρισμό. Ακόμη πιο σημαντικό, η έμφαση των Hardt και Negri στην ανάπτυξη μορφών μιας μη-κατεστραμμένης, ίδιας παρουσίασης των κοινών, μπορεί να συσχετιστεί με το επιχείρημα του Williams για την ανάγκη να ανακαλύψουμε “νέους κοινούς θεσμούς” της πρακτικής της αλληλεγγύης, που να βασίζονται στις αρχές της “γνήσιας αμοιβαίας ευθύνης και προσαρμογής”. Πράγματι, ο τελικός στόχος των Hardt και Negri στην Κοινοπολιτεία, την οποία αποκαλούν διαδικασία “διακυβέρνησης της επανάστασης”, είναι να αναπτυχθούν νέες μορφές θεσμών, θεσμών που δε θα είναι απλά μορφές διακυβέρνησης που θα απορροφούν το υποτελές στοιχείο (σε ένα αντιπροσωπευτικό νομικό παράδειγμα). Αντίθετα, στόχος είναι να σκιαγραφήσουν τις συντεταγμένες νέων ουσιαστικών θεσμών, που θα βασίζονται σε πρακτικές αυτοκυβέρνησης, σε τελική ανάλυση αδιαχώριστες από τις συναντήσεις που επιτρέπουν σε αυτούς τους θεσμούς να αντέξουν τη φθορά της “Δημοκρατίας της Ιδιοκτησίας”. Και πάλι, δεν είμαστε μακριά από την πρόταση του Williams να αναπτυχθεί η έννοια της αλληλεγγύης πέραν της “νοοτροπίας της παρατεταμένης πολιορκίας”: από μια αμυντική και μόνο μορφή που στοχεύει να ενώσει ενάντια στις κοινές εμπειρίες της εκμετάλλευσης και της έκφρασης, σε ένα θετικό πολιτικό και κοινωνικό πρόγραμμα που βασίζεται στην ενεργό συμμετοχή μιας κοινότητας συγκροτημένης στη διαφορά, μια εν εξελίξει μορφή αυτού που ο Williams αποκαλεί δημοκρατική “μακρά επανάσταση”.
Καθώς η παγκόσμια οικονομική κρίση βαθαίνει, οι διάφορες μορφές τοπικών αντιστάσεων αναπόφευκτα θα πολλαπλασιάζονται και ορισμένες φορές θα πυροδοτούν συγκρούσεις. Η πρόκληση για μας σήμερα είναι όχι μόνο η αναζωογόνηση της έννοιας και της πρακτικής της αλληλεγγύης, σαν “παράδοση των καταπιεσμένων” που θα μας βοηθήσει να συντονίσουμε καλύτερα και να ενδυναμώσουμε αυτούς τους αγώνες. Εξίσου σημαντικό είναι ότι το βάθος της σημερινής κρίσης μας θέτει την απαίτηση να αναπτύξουμε τέτοιες αναγεννημένες μορφές αλληλεγγύης με θεσμικούς όρους, ως ένα εν δυνάμει εναλλακτικό πολιτικό πρόγραμμα και αρχή κοινωνικοποίησης. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η έννοια της κοινότητας στον Williams ως “γνήσια αμοιβαία ευθύνη και προσαρμογή”, η έννοια της δημιουργίας κοινών ως θεμελιακής της κοινωνικής ζωής στον Linebaugh, και η πρόταση των Hardt και Negri για τις εν εξελίξει “συναντήσεις” των μοναδικοτήτων στα κοινά, μπορούν να θεωρηθούν ως κάποια από τα πρώτα βήματα για την ανάπτυξη νέων πραγματικοτήτων και εννοιών της αλληλεγγύης που να αντιστοιχούν στους καιρούς μας: μια πρακτική της αλληλεγγύης που θα είναι ικανή να αρνηθεί τις αυτοαποκαλούμενες “ρεαλιστικές” εκκλήσεις “διαχείρισης” της κρίσης, και αντίθετα θα ξεκινήσει την πολύ πιο ρεαλιστική και αναγκαία δουλειά της επίλυσης της κρίσης σε μια δημοκρατική σοσιαλιστική κοινωνία.
Βιβλιογραφία
Badiou, The Communist Hypothesis, London: Verso, 2010.
Mario Candeias, “From a Fragmented Left to Mosaic”, Luxemburg 1/2010, 6ff.
Alex Demirovic, “Freiheit, Gleichheit, Solidarität”, Luxemburg 4/2010, 130ff.
Michael Hardt and Antonio Negri, Commonwealth, Cambridge, Mass.: Harvard UP, 2009.
Peter Linebaugh Magna Carta Manifesto, Berkley: University of California Press, 2008.
Peter Linebaugh “All For One and One For All!” Some Principles of the Commons @
http://www.counterpunch.org/linebaugh01082010.html, 2010.
Raymond Williams, Culture and Society 1780-1950, London: Chatto and Windus, 1959.
Raymond Williams, The Long Revolution, London: Chatto and Windus, 1961.
Raymond Williams, Towards 2000, London: Chatto and Windus, 1983.
This article was first published in German in Luxemburg 4/2010, 140ff.