Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ήταν μετανάστης ή πρόσφυγας;

Της  Esther Leslie
Μετάφραση: Κώστας Γούσης, Αλίκη Κοσυφολόγου

Απόσπασμα από την ομιλία της Esther Leslie: ‘Walter Benjamin: The Refugee and Migrant στην 75η επέτειο του θανάτου του. Η Esther Leslie είναι μεταφράστρια του ‘The Storyteller’ του Walter Benjamin και συγγραφέας του ‘Hollywood Flatlands: Animation, Critical Theory and the Avant-Garde’.

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ήταν μετανάστης ή πρόσφυγας; Σήμερα τι απ’ τα δύο θα θεωρούνταν; Αυτό δε σημαίνει άραγε το να τον επικαιροποιήσεις, να τον καταστήσεις σύγχρονο, να φέρεις το Βάλτερ Μπένγιαμιν στο Τώρα; Ίσως. Τουλάχιστον, ρίχνει ένα ορισμένο ιστορικό φως στο πολιτικό – ή αν το δούμε αντίστροφα, ένα πολιτικό φως στο ιστορικό. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ήταν μετανάστης. Άρχισε να αποκόβεται από τη Γερμανία το 1927, αναζητώντας άλλα σπίτια – Μόσχα, Ίμπιζα, Δανία, Ιταλία. Γύρισε πίσω στη Γερμανία για να εργαστεί, δουλεύοντας φασόν, σε ραδιόφωνα κι εφημερίδες και γράφοντας κριτικές.

Ένιωθε όμως ότι οι καιροί αλλάζαν. Με το επισφαλές εργασιακό του καθεστώς ως φριλάνσερ συγγραφέας, πάντοτε έψαχνε τον φθηνότερο τρόπο να υπάρχει – φαί, ύπνο – και να διαβάζει και να γράφει. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στο ημερολόγιο του το 1932, σκεφτόταν στα σοβαρά, έχοντας ξοδέψει όλα του τα χρήματα,  να πάει να ζήσει σε μια σπηλιά σε ένα νησί της Μεσογείου. Παρατηρούσε ότι είναι έτοιμος να στερηθεί τα πάντα αρκεί να μην υποχρεωθεί να επιστρέψει στο Βερολίνο. Οι δυνάμεις της ιστορίας τον οδήγησαν βιαίως από τις αστικές ανέσεις του σπιτιού της παιδικής του ηλικίας στη σπηλιά των αποστερημένων ανέσεων.

Αλλά πήρε την απόφαση να συνεχίσει και να βρει έναν αλγόριθμο κόστους διαβίωσης και εισοδήματος, ένα μέρος όπου μπορεί κανείς να επιβιώνει με ένα ελάχιστο εισόδημα ∙ προκειμένου να βελτιώσει την οικονομική κατάσταση της ζωής του και να κάνει αυτό που πραγματικά τον ενέπνεε, ορισμένες φορές από ανάγκη πουλούσε τις συγγραφικές του υπηρεσίες ετοιμάζοντας κριτικές, ραδιοφωνικά σόου, ή προσαρμόζοντας τις ιδέες και τη γραφή του στις παραγγελίες των διαφόρων χρηματοδοτών του. Το έκανε αυτό όσο καιρό κάτι τέτοιο ήταν ακόμη δυνατό. Όμως ύστερα από το 1933, πολλά δεν ήταν πλέον δυνατά ούτως ή άλλως. (…)

Η άνοδος του Χίτλερ – η διακήρυξη του Τρίτου Ράιχ – σηματοδοτούσε το εξής. Ο μετανάστης γίνεται πλέον πρόσφυγας. Λόγω της αδυναμίας να παραμείνει – ακόμη κι αν ήθελε – χωρίς κίνδυνο για τη ζωή του, ο Μπένγιαμιν μετατρέπεται σε πρόσφυγα. Στις 28 Φεβρουαρίου 1933, γράφει στον Gershom Scholem: «Όση ψυχραιμία κατάφεραν να διατηρήσουν οι άνθρωποι του κύκλου μου μπροστά στο πρόσωπο του νέου καθεστώτος, αυτή χάθηκε γρήγορα καθώς έγινε ξεκάθαρο ότι το νέο πλαίσιο είναι ασφυκτικό για να συνεχίσει κανείς να αναπνέει – μια συνθήκη βέβαια που χάνει κάθε σημασία καθώς βιώνεται ο στραγγαλισμός. Πάνω απ’ όλα οικονομικά»,

Ο Μπένγιαμιν γνώριζε καλά την αγωνία για τα οικονομική του κατάσταση, με βάση και την αδυναμία του να εξασφαλίσει οτιδήποτε πέρα από επισφαλείς εργασίες. Αυτή η κατάσταση συνεχίζεται μόνο που πλέον προστίθεται ο φόβος της βίας και της παρανομοποίησης. Ο μετανάστης γίνεται πρόσφυγας – μόνο που η εμπειρία του είναι κάπως ιδιαίτερη. Περισσότερη μετακίνηση. Περισσότερες χώρες. Περισσότερες καλοσύνες, ή η απουσία τους. Περισσότερη αναζήτηση. Σε εφτά χρόνια εξορίας σε διαφορετικά μέρη της Ευρώπης – ο ασταμάτητος αποστολέας και παραλήπτης γραμμάτων – άλλαξε 28 διευθύνσεις κατοικίας. (…)

Ας έρθουμε τώρα στο θάνατο του Μπένγιαμιν – και των τελευταίων συντρόφων του. Την ίδια μέρα που κατέφτασε στα σύνορα μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, δόθηκαν διαταγές να κλείσουν. Αν αυτός και η ομάδα των προσφύγων είχαν φτάσει μια μέρα νωρίτερα, δεν θα τους είχαν αρνηθεί την είσοδο στην Ισπανία. Ο Μπένγιαμιν, χωρίς ιθαγένεια από το 1939, «έσπασε» από το χρόνο του εγκλεισμού σε κέντρο κράτησης και από τη διαδρομή ανάμεσα στα βουνά που εξάντλησαν την ήδη επιβαρυμένη υγεία του. Είχε στην κατοχή του έγγραφα για να πάει στις ΗΠΑ, αλλά δεν είχε θεώρηση εξόδου από τη Γαλλία. Έτσι έφτασε στο αδιάβατο σύνορο. Η ιστορία του τι γίνεται μετά, εκείνη τη μέρα, 75 χρόνια πριν, είναι πολύ γνωστή, αν και τα σχετικά έγγραφα είναι ελλιπή και συγκεχυμένα κι ένα μυστήριο περιβάλλει το θάνατό του – μυστήριο που αξιοποίησε ο Νταβίντ Μαούας στην ταινία “Ποιος σκότωσε το Βάλτερ Μπένγιαμιν”.

Αλλά ας επιστρέψουμε σε ό,τι απομένει, αν όχι από αυτόν, τότε στην μνήμη που απορρέει από αυτόν, εκεί στο Πορτ-Μπού. Το μνημείο του Ντάνι Κάραβαν για τον Μπένγιαμιν στην πόλη όπου αυτοκτόνησε επεξεργάζεται την ιδέα της δημιουργίας ενός μνημείου μετά την σύλληψη του ως έργου τέχνης. Ένα στενό «φρεάτιο» που οδηγεί σε μία επικίνδυνη θάλασσα, πετυχαίνοντας τον στόχο να μας κάνει να σκεφτούμε για την απώλεια, τον κίνδυνο, τον θάνατο. Στην γυάλινη επιφάνεια του μνημείου, υπάρχει χαραγμένη σε πολλές γλώσσες, μια φράση του Μπένγιαμιν: Είναι περισσότερο επίπονο να τιμά κανείς την μνήμη όσων δεν έχουν όνομα παρά εκείνη όσων ήταν ήδη γνωστοί. Η κατασκευή της ιστορίας είναι αφιερωμένη στην μνήμη όσων δεν έχουν όνομα. Αυτή η φράση από την τελευταία περίοδο της ζωής του Μπένγιαμιν επισημαίνει ότι οι καταπιεσμένοι διαρκώς «απογυμνώνονται» βίαια από την ιστορία τους και ότι η μνήμη τους βρίσκεται υπό τον κίνδυνο της εξάλειψης, υπονομευμένη, όπως το θέτει, προς χάριν «των μεγάλων επίσημων αφηγήσεων της εξουσίας», «της θριαμβευτικής διαδικασίας διά μέσου της οποίας οι εξουσιαστές επιβάλλονται σε αυτούς που βρίσκονται σε θέση αδυναμίας ή και υποταγής». Μέσα από τις αφηγήσεις αυτές η ιστορική μνήμη «διακινείται ως το εργαλείο για τις άρχουσες τάξεις».

357_7
Το μνημείο του Μπένγιαμιν στο Πορτ-Μπού, εκεί όπου αυτοκτόνησε στις 26 Σεπτεμβρίου 1940

Στο εισαγωγικό σημείωμα για την Έννοια της Ιστορίας (Θέσεις για την φιλοσοφία της Ιστορίας), ο Μπένγιαμιν ασκεί κριτική στον ιστορικό αναθεωρητισμό που θεμελιώνεται στην εξύμνηση των προγόνων και των πράξεων των ένδοξων ηρώων της ιστορίας με μνημειώδη και επική μορφή, με τρόπο που να μη μένει θέση για να ειπωθεί κάτι για τους «χωρίς όνομα», εκείνους που είναι οι εργάτες της ιστορίας, ακόμη περισσότερο για εκείνους που υφίστανται τις συνέπειες των βίαιων ιστορικών ενεργειών άλλων. Η μέθοδος του Μπένγιαμιν σχετικά με την ιστορική κατασκευή αφιερώνεται στην μνήμη των «χωρίς όνομα». Αυτός ο τρόπος καθιστά δυνατό να θυμάται κανείς τους καταπιεσμένους της ιστορίας, οι οποίοι ήταν τα θύματα της και ταυτόχρονα οι μη αναγνωρισμένοι διαμορφωτές της.  Ο Μπένγιαμιν κατασκευάζει μια διαδικασία εκ νέου όρασης του παρελθόντος, όπου ο ιστορικός παραμένει μάρτυρας μίας ανεξάντλητης βιαιότητας που διαπράττεται εναντίον των καταπιεσμένων. Αυτό, όπως καταλαβαίνει, πρέπει να ήταν ο στόχος του Μαρξ στο Κεφάλαιο. Ο Μπένγιαμιν διαβάζει το βιβλίο ως ένα αντι-επικό μνημείο, παλλόμενο στο παρόν, επιμένοντας στην αλλαγή/μετατόπιση. Η σκιαγράφηση της εργασίας από τον Μαρξ παρουσιάζεται ως ένα αντίβαρο στην συσκότιση της πρωτογενούς ιστορικής εμπειρίας. Ο Μαρξ μνημονεύει την εργασία των «χωρίς όνομα», εκείνων των οποίων ο πόνος και η ενέργεια παρήγαγαν «πλούτο» σε όλες του τις μορφές, συμπεριλαμβανομένης και της τεράστιας συσσώρευσης αγαθών.

Το μνημείο του Κάραβαν στον Μπένγιαμιν λειτουργεί ως ένα μνημείο σε εκείνους τους  άλλους, εκείνους τους πολλούς, οι οποίοι ήταν θύματα του ευρωπαϊκού φασισμού. Εκεί απ’ όπου ο Μπένγιαμιν πέρασε αναζητώντας δρόμο για την Ισπανία με προορισμό την Αμερική, άλλοι είχαν τραβήξει τον ανάποδο δρόμο, ξεφεύγοντας από το Φράνκο και πηγαίνοντας προς την Γαλλία. Οι μετακινήσεις είναι  πολλές. Αυτοί που μετακινούνται είναι πολλοί. Δεν έχουν σταματήσει να μετακινούνται. Για να το φέρουμε λοιπόν στο τώρα – το Τώρα του Bάλτερ Μπένγιαμιν – τα πολλά εκατομμύρια των ανθρώπων που μετακινούνται «χωρίς όνομα» μπορεί να μας περιβάλλουν, αλλά την ίδια στιγμή βρισκόμαστε απομακρυσμένοι απ’ αυτούς. Και η αυθαίρετη διάσταση του πότε μπορεί κανείς να κάνει το πέρασμα από τη μια μέρα στην άλλη δεν έχει αλλάξει, – ή μάλλον επανέρχεται ορμητικά στο παρόν μας. Το μνημείο του Κάραβαν στον Μπένγιαμιν λειτουργεί τώρα περισσότερο από ποτέ, ως ένα μνημείο για όλους όσους συνεχίζουν να μετακινούνται. Πάντα με συγκλονίζει το ότι η ματιά του προς την στροβιλιζόμενη θάλασσα της Μεσογείου μπορεί να δημιουργεί σύγχυση στους καθημερινούς θεατές του, που μπορεί να σκεφτούν ότι εκεί ήταν που ο Μπένγιαμιν βρήκε τον θάνατο, και όχι σε ένα βρώμικο δωμάτιο ξενοδοχείου στην πόλη. Όμως σήμερα, αυτό το «σώμα» του μεσογειακού νερού, όχι τόσο μακριά, καταπίνει τα σώματα μεταναστών και προσφύγων – τα σώματα ανθρώπων. Ενώ εκείνοι αναγκάζονται να φεύγουν κατά εκατομμύρια.