Ακούς τον θόρυβο; Εμείς τον κάνουμε…
* Ξεκινώντας με μία κοινοτοπία και έναν αμφιβόλου κύρους αφορισμό, με τη συγκρατημένη αισιοδοξία ότι μέχρι το τέλος του κειμένου, ό,τι καινούργιο θα έχει λεχθεί δεν θα είναι αδιάφορο και ό,τι ενδιαφέρον δεν θα είναι κοινότοπο.
Οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών μοιραία οδηγούν το συλλογικό – και όχι μόνο – υποκείμενο σε μια αναμέτρηση με το παρελθόν. Βασικό χαρακτηριστικό αυτής της αναμέτρησης είναι η ανισότητα των μερών, ο καθοριστικός παράγων της προβολής μιας τωρινής γνώσης πάνω σε καταστάσεις παρελθούσες. Σκοπός του κειμένου είναι να αναμετρηθεί με τη σχέση Αριστεράς και φεμινισμού, μέσα από την παραδοχή ότι η σχέση είναι αποφασιστική για την επιτυχία του εγχειρήματος αμφότερων των κοινωνικών προταγμάτων.
Αντιμέτωπες με το πρόταγμα
Το βασικό διακύβευμα στην περίπτωση του φεμινισμού, όπως και κάθε χειραφετητικού προτάγματος, παραμένει η επιτυχής πραγμάτευση νέων τόπων προς κατάληψη, μέσα από τους οποίους θα γίνει εφικτό να επικαιροποιηθούν ριζικά ο φεμινιστικός λόγος και η πολιτική πρακτική στο σήμερα. Σκοπός είναι να φανταστούμε τους πολλαπλούς τρόπους υπέρβασης, σε πραγματικό χρόνο και χώρο, των εξουσιαστικών δικτύων που παρατηρούμε να υφίστανται γύρω μας. Σχηματικά μπορούμε να ορίσουμε τα δύο άκρα του φάσματοςσ.1Σχήμα το οποίο εξυπηρετεί τον σκοπό της παρούσας πραγμάτευσης, ζώντας περιθωριακά και ελεύθερο από ακαδημαϊκές δουλείες. μεταξύ των οποίων τοποθετείται ένα ριζοσπαστικό πολιτικό πρόταγμα: Αφενός υπάρχει η παραδοσιακή αιτηματολογίασ.2Αιτήματα όπως θεσμικές αναγνωρίσεις, κοινωνικές παροχές. και η περιοδική καταγγελία κατακριτέων καταστάσεων (λεκτικές/φυσικές επιθέσεις)σ.3Για παράδειγμα σεξιστικά δημοσιεύματα στον τύπο ή το διαδίκτυο, φραστικές/λεκτικές επιθέσεις σε τηλεοπτικά πάνελ, στη βουλή, στο δημόσιο χώρο., η οποία αν και δίκαιη, έχει χάσει πλέον τη δυναμική που είχε άλλοτε. Αφετέρου, βρίσκεται η τακτική του κατακερματισμού, η οποία, μπλεγμένη στο λαβύρινθο της σύγχρονης ακαδημαϊκής θεωρίας, μοιάζει αδύναμη να ορίσει τους ίδιους της τους στόχους, του εχθρούς και τους φίλους κατά μια Σμιτιανήσ.4 Στο σημείο αυτό, διευκρινίζεται ότι δεν προτείνεται πλήρης σύμπλευση με την πολιτική φιλοσοφία του Γερμανού θεωρητικού του δικαίου και φιλοσόφου Κάρλ Σμίτ(1888 – 1985), αλλά επιλέγεται καθώς η περιώνυμη διάκρισή του σε «εχθρούς» και «φίλους» συλλαμβάνει ακριβώς το αναγκαίο της σύγκρουσης ως όρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. προσέγγιση, και οχυρώνεται απέναντι σε ότι δεν ανήκει στο εκάστοτε «εμείς». Όσο και αν έχει εισφέρει στην κριτική η αποδόμηση ως εργαλείο και ως μέθοδος, σε οριακές περιπτώσεις δρα ως τροχοπέδη απέναντι στην διατύπωση αιτημάτων με θετικούς πολιτικούς όρους, με το φόβο της δημιουργίας αποκλεισμών. Τέτοιες ανησυχίες είναι χρήσιμες, αλλά έχουν ανάγκη τις κατακτήσεις και τις νέες θεσμίσεις που επερωτούν.
Εστιάζοντας στην Αριστερά, ένα μεγάλο κομμάτι του λόγου, ο οποίος παράγεται με σκοπό την «ευαισθητοποίηση» γύρω από τα έμφυλα ζητήματα, αυτοπεριορίζεται στην επίκληση αριθμών-στατιστικών καταγραφών, εν μέρει διότι τα υποκείμενα που τον παράγουν, αγωνιούν να πείσουν για την εγκυρότητα και την νομιμότητα των καταπιέσεων αυτών, ούτως ώστε να συμπεριληφθούν τα «αιτήματα» τους στην εκάστοτε πολιτική ατζέντα. Ο βομβαρδισμός με στατιστικές όμως ενέχει μειονεκτήματα, καθώς η επιφανειακότητά του προκαλεί ως άλλο κουδουνάκι του Παβλώφ την βαρεμάρα, παρά το ότι η επίμονη επίκληση σε αριθμητικά στοιχεία τον εμφανίζει ως σχετικά μόνο έγκυρο λόγο για τα – συνειδητά ή ασυνείδητα – πνευματικά τέκνα των ηπειρωτικών επιστημολογικών σχολώνσ.5 Προφανώς ο όρος «ηπειρωτικές επιστημολογικές σχολές» χρησιμοποιείται καταχρηστικά εφόσον καλύπτει ένα πολύ ευρύτερο φάσμα σχολών σκέψης, ενώ επί του παρόντος κυρίως – αλλά όχι αποκλειστικά – αναφερόμαστε στο μαρξισμό και τα ρεύματα που τον ανανέωσαν (δομισμός, κριτική σχολή Φρανκφούρτης).. Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι να μην μπορούν ούτε τα υποκείμενα ούτε οι συλλογικότητες να ταυτισθούν με το πρόταγμα αυτό, και αντιθέτως κυρίαρχη είναι η αίσθηση ότι πρόκειται για ζητήματα τα οποία δεν αφορούν αυτούς/ες ούτε την καθημερινή ζωή τους, αλλά αναφέρονται σε άλλες/ους καταπιεσμένους. Αυτό που λείπει είναι μια οργανική σύνδεση, η οποία βρίσκεται ως δυνατότητα αλλά δεν πραγματώνεται.
Το «ζευγάρι της επανάστασης» ή και όχι;
Η εμπειρία των σύγχρονων κομμάτων και οργανώσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε σχέση με τα θέματα φύλου και ισότητας αντανακλά όψεις της ευρύτερης κοινωνικής πραγματικότητας: Καταστατικά και αρχές λειτουργίας που προκρίνουν την ισότητα και την εξάλειψη διακρίσεων φύλου στις δομές λειτουργίας και συναπόφασης, στη συμμετοχή στα όργανα κοκ, που συνυπάρχουν με πολιτική κουλτούρα και αντίστοιχες πρακτικές οι οποίες αναπαράγουν έμφυλες ιεραρχίες και ανισότητες. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, περιορίζονται ασφυκτικά οι δυνατότητες για την καθιέρωση μιας φεμινιστικής κουλτούρας που να διέπει όλες τις όψεις της συλλογικής ζωής στο εσωτερικό ενός κόμματος ή μιας οργάνωσης. Αυτό που στην πραγματικότητα συχνά συμβαίνει είναι να δημιουργείται μια νησίδα στο εσωτερικό της δομήςσ.6Ωστόσο, η λειτουργία εν είδη νησίδας που ευνοεί τη διαμερισματοποίηση της πολιτικής, έχει αποτελέσει ιστορικά ασφαλή χώρο εντός της οργάνωσης για την έκφραση/ ανάδειξη μη κυρίαρχα αρρενωπών λόγων και την αναβάθμιση του συμβολικού κύρους των εμπλεκομένων υποκειμένων. που δρα ως ενός είδους φεμινιστική πρωτοπορία – είτε ως τμήμα φεμινισμού, είτε ως ομάδα – η οποία όμως πετυχαίνει μόνο μερικώς να επηρεάζει καθαυτή τη δομή, τη λειτουργία και τον χαρακτήρα αυτής. Αν λοιπόν την δεκαετία του ογδόντα οι φεμινίστριες των Αριστερών κομμάτων κατόρθωναν να επιδρούν σε όψεις της λειτουργίας της συλλογικότητας – Η Κ.Α. λέει: εμείς τότε (οι φεμινίστριες) τουλάχιστον μπορούσαμε και επηρεάζαμε και καμιά απόφαση κεντρικής επιτροπής – σήμερα, περιορίζονται στην διατύπωση κάποιων φεμινιστικών αιτημάτων, τα οποία όμως εν τέλει δεν εισάγονται στην κεντρική εσωκομματική ατζέντα, ούτε γίνονται στην πραγματικότητα αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης στο πλαίσιο των εσωτερικών διαδικασιών.
Προφανώς, αυτή η συνθήκη οφείλεται μεταξύ άλλων και στην ελλιπή σύνδεση αυτών των τμημάτων των κομμάτων με το φεμινιστικό και το ΛΟΑΤΚ κίνημα όπως αυτά έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα – τα τελευταία διατηρώντας μια στενή σύνδεση με τον αναρχικό – αυτόνομο χώρο. Το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά: με το μωβ στην σημαία του και με καταβολές σε ρεύματα της Αριστεράς που συνδέθηκαν με τον φεμινισμό, δεν πέτυχε ούτε να εισάγει μια φεμινιστική πολιτική κουλτούρα στη δομή και τη λειτουργία του κόμματος, ούτε να ανατρέψει έμφυλες ιεραρχίες και στερεότυπα σε σχέση με το φύλο και την πολιτική.
Από την άλλη, στις οργανώσεις νεολαίας, η φεμινιστική προβληματική είναι αναβαθμισμένη και επιδρά συχνότερα στη λειτουργία και τις συλλογικές πρακτικές. Η πιο βαθιά σχέση των πολιτικών νεολαίων με τις κοινωνικές, πολιτισμικές και κινηματικές διεργασίες της τελευταίας δεκαετίας – σε αντίθεση προς τις αντιστάσεις που οι εκτεταμένες κομματικές γραφειοκρατίες προβάλλουν σε σχέση με την αφομοίωση τέτοιων μηνυμάτων – έχει συμβάλλει στη ριζοσπαστική μετατόπιση της ατζέντας και στη στροφή – μεταξύ άλλων – σε φεμινιστικά θέματα. Προφανώς, το γεγονός αυτό δεν αναιρεί τις λανθάνουσες ή και φανερές διακρίσεις για λόγους φύλου ή ακόμη και σεξουαλικού προσανατολισμού που συμβαίνουν στο εσωτερικό τους. Κι εδώ υπάρχει μάλλον μία ανάγκη αναδιατύπωσης ή έστω σαφέστερης διατύπωσης του προβλήματος: οι διακρίσεις δε λαμβάνουν χώρα στη βάση μιας ουσιοκρατικής αντίληψης για το φύλο και τη σεξουαλικότητα. Εντούτοις, οι πατριαρχικές αξίες παραμένουν ενεργές και στο εσωτερικό των οργανώσεων της Αριστεράς αναπαράγοντας ένα σύστημα άνισων συμβολικών θέσεων και περιορίζοντας τον χώρο για τις γυναίκες και τους ΛΟΑΤΚ, δηλαδή των «μη κανονικών» ή έστω των «λιγότερο κανονικών» της πολιτικής.
Η μικρή μας πόλη
Οι παραπάνω εξελίξεις δε θα μπορούσαν παρά να βρίσκονται σε μία αλληλεπίδραση με πρακτικές και καθημερινές συμπεριφορές στην εσωτερική ζωή των οργανώσεων. Από τους έμφυλους καταμερισμούς ρόλων και εργασιών μέχρι και τη μικρότερη παρουσία στα όργανα και σε θέσεις «πολιτικής καθοδήγησης», η παρουσία των έμφυλων και σεξουαλικών καταπιέσεων είναι διάχυτη. Δεν είναι τυχαίο ότι από την μεταπολίτευση μέχρι και σήμερα, σε καμία από τις μεγαλύτερες αριστερές νεολαιίστικες οργανώσεις – ΚΝΕ, Νεολαία Συνασπισμού – Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ, Νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση δεν έχει «εκλεγεί» ποτέ γυναίκα Γραμματέας της οργάνωσης. Επιπλέον, το συμβολικό κύρος με το οποίο επενδύεται η κυρίαρχη αρρενωπότητα, καταλαμβάνει πλειάδα σφαιρών των πολιτικών δράσεων. Εκκινώντας από φαινόμενα «αυτόκλητης» προστασίας της τιμής της οργάνωσης σε στιγμές – ενδοκινηματικών ή μη – φυσικών ή συμβολικών προσβολών των μελών της, προχωράει στα ίδια τα σώματα των υποκειμένων, τα οποία καλείται να «περιορίσει» και «περιφρουρήσει», ως εάν ήταν η πατρική εξουσίασ.7Ο περιορισμός και η προστασία των σωμάτων για τη θεραπεία των προσβολών της τιμής, στον οποίο εγκαλεί η κυρίαρχη αρρενωπότητα, λαμβάνει χαρακτηριστικά επιθέσεων σε περιπτώσεις ερωτικής ατίμωσης.. Ο κινηματικός μιλιταρισμός έχει προεξέχουσα θέση στη δημιουργία του πλέγματος, το οποίο επιτρέπει την ανάπτυξη του συμβολικού ρόλου/status quo του προστάτη.
Η εισαγωγή των θετικών διακρίσεων (πχ ποσόστωση), ως μέτρων που αποβλέπουν προς τη σταδιακή αυτοαναίρεση τους, στρέφονται προς την εξάλειψη αυτών των δομικών αντιφάσεων και στο βαθμό που δεν τους γίνεται εργαλειακή χρήση και συνδυάζονται με πολιτικές πρωτοβουλίες μπορούν να συμβάλλουν στην ενίσχυση της φεμινιστικής ταυτότητας μιας συλλογικότητας. Με βάση την ως άνω συλλογιστική, θα μπορούσε να προταθεί το μέτρο της ισάριθμης εκπροσώπησης στα πολιτικά όργανα των συλλογικοτήτων.
Αντίστοιχα, η καθιέρωση του μοντέλου της διπλής ηγεσίας που εφαρμόζουν πχ: οι Giovani Comuniste/I από το 2006 μέχρι και σήμερα, ακόμη κι αν δεν αποτελεί από μόνο του εχέγγυο φεμινιστικού προσανατολισμού της οργάνωσης, αναμφίβολα συνεισφέρει στην εισαγωγή μιας φεμινιστικής πολιτικής κουλτούρας αλλά και σε μια διαπραγμάτευση των έμφυλων στερεοτύπων σε επίπεδο συμβολισμών και αναπαραστάσεων.
Ωδή στο commonplace
Η Αριστερά, στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει τις μείζονες και πολλαπλές βολές που δέχεται τόσο η ίδια απέναντι στις επιθετικές όψεις του νεοφιλελευθερισμού (από την προέλαση των καπιταλισμών), αλλά και να εξασφαλίσει την ιδία της τη συγκρότηση μέσα στο σύγχρονο χαώδες ρευστό (υστερονεωτερικό) πλαίσιο, στηρίζεται στην διασφάλιση της αναπαραγωγής του «εμείς». Το συλλογικό «εμείς» κατασκευάζεται και επιτελείται, μεταξύ άλλων, μέσα από τη συγκρότηση μιας μεγάλης αφήγησης, η οποία ενορχηστρώνεται πολύ συγκεκριμένους αφηγηματικούς λόγους, που τα υποκείμενα αναπαράγουν με μικρές διαφοροποιήσεις. Η αγωνιώδης και αέναη επανάληψη αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό των περισσότερων διαδικασιών. Χωρίς λογοτεχνικές και φιλολογικέςσ.8Δυστυχώς οι ελάχιστες που κυκλοφορούν οδηγούνται χωρίς παρακάμψεις στην μπαναλιτέ (λίγος εκκλησιαστής, πολύς Μπρεχτ και μια ιδέα Ρίτσος). παραφυάδες, χωρίς προσωπική εμπειρία και προσωπικότητα, ο αόρατος συνδικαλιστής κατά το «ο αόρατος άνθρωπος» θυσιάζει την προσωπική οπτική στο φόβο της άρθρωσης ενός μη έγκυρου λόγου, ο οποίος θα του στερήσει το συμβολικό του κύρος. Η κυρίαρχη αρρενωπότητα παίζει κεντρικό ρόλο σε αυτό το μηχανισμό, καθώς συγκροτεί «το» υποκείμενο της πολιτικής εξαϋλωμένο μέσα στην ανάγκη του να πραγματώσει το όλον, να αναλύσει και να εξηγήσει πατερναλιστικά την πολιτική «αλήθεια» (στο ποίμνιο της πολιτικής αλήθειας), που είναι μία, αφαιρώντας του την δυναμική του «σφάλματος». Η σκοτεινή κατάληξη δεν είναι παρά η αδυναμία και η αμηχανία να αντιμετωπιστούν τα πολιτικά επίδικα στο σήμερα, να ανιχνευθούν νέοι τρόποι ύπαρξης και παρέμβασης, να φανταστούμε την προσωπική και συλλογική ζωή διαφορετικά. Η αμηχανία αυτή ενίοτε μας καθηλώνει όλες και όλους, κι ακόμη περισσότερο τα ίδια τα υποκείμενα που θέτουν τα ερωτήματα και ασκούν την κριτική.

Από την απόρριψη της μονοσήμαντης και ουσιοκρατικής ίδιας απάντησης σε κάθε ερώτηση – Α.Μπρετόν: Όποια κι αν είναι η ερώτηση, άνθρωπος είναι η απάντηση – η διεκδίκηση της εκπλήρωσης του αιτήματος της σύνθεσης στην διαφορά (και όχι της σύνθεσης της διαφοράς) παραμένει ανοιχτό δισεπίλυτο ζήτημα για την κάθε μία και τον κάθε ένα και για όλες/ους μαζί. Ήτοι: «Όσοι τον ψάχνουν θα ψάχνουν τον αόρατο άνθρωπο, όσοι δεν τον ξέρουν θα γυρεύουν τον αόρατο άνθρωπο»σ.9Ο αόρατος άνθρωπος, Στερεο Νόβα, 1994 *στίχοι: Κωνσταντίνος Βήτα.
https://www.youtube.com/watch?v=BtOnV7eXVTQ
Υποσημειώσεις