Τα όσα διαδραματίζονται το τελευταίο διάστημα με την κλιμακούμενη αστυνομοκρατία που πολύ καθαρά αποτυπώθηκε στην πλατεία της Νέα Σμύρνης δείχνουν πως ίσως το κλίμα συναίνεσης και κυρίως του φόβου και τρομοκρατίας, που είχε επιβάλει η Κυβέρνηση με αφορμή την πανδημία αρχίζει να σπάει. Πλέον, εκφράζεται πλέον όλο και πιο πλατιά το αίτημα να σταματήσει η αστυνομοκρατία και ο εμπαιγμός.
Στην περίπτωση του ξυλοδαρμού του φοιτητή στην Νέα Σμύρνη, καταγράφηκε με απόλυτη καθαρότητα ο τρόπος με τον οποίο η αστυνομία λειτουργεί για να επιβάλει τον «νόμο και την τάξη». Η αρχικά συντονισμένη προσπάθεια των Μέσων Ενημέρωσης και της Κυβέρνησης να αποκρύψουν το περιστατικό απέτυχε παταγωδώς, κατασκευάζοντας ουσιαστικά μια είδηση με την υποτιθέμενη επίθεση 30 ατόμων εναντίον της αστυνομίας. Στη συνέχεια, όταν πια τα αδιάσειστα στοιχεία με τα video που κυκλοφόρησαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δημοσιοποιήθηκαν και τα εσωτερικά non-paper της Κυβέρνησης και αμέσως προσέτρεξαν οι πιο πρόθυμοι βουλευτές στα κανάλια να διαλαλήσουν το όνομα του που παιδιού που ξυλοκοπήθηκε και να υποστηρίξουν ότι ο ξυλοδαρμός του απεικονιζόμενου, δεν ήταν ο ξυλοδαρμός ενός οποιουδήποτε νέου, αλλά οφείλονταν στο γεγονός ότι ο ίδιος επιχείρησε να αποσπάσει το υπηρεσιακό όπλο του Ειδικού Φρουρού («σύμφωνα πάντα με πληροφορίες» οι οποίες διαψεύστηκαν). Του απέδωσαν ακόμα, ως τεκμήρια της ενοχής του, την φερόμενη ένταξη του σε συγκεκριμένη οργάνωση του χώρου και την φερόμενη δράση του σε κινητοποιήσεις υπέρ του απεργού πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα.
Με αυτήν την ενέργεια θέλησαν αντανακλαστικά να καθησυχάσουν τους «φιλήσυχους» πολίτες που δεν έχουν λόγο να κινδυνεύουν από την αστυνομία εφόσον υπακούν σε αυτήν και την κυβέρνηση. Με περίσσεια αλαζονεία είπαν: “μην διαμαρτύρεστε, είναι αποδεκτό να σαπίζει η αστυνομία στο ξύλο κάποιον που ανήκει στον χώρο, συμβαίνει άλλωστε καιρό”.
Στην επίσημη απάντηση της κυβερνητικής εκπροσώπου Αριστοτελείας Πελώνη είδαμε μια μετατόπιση από την παραδοσιακή τοποθέτηση της κυβέρνησης στην αστυνομική αυθαιρεσία που είθισται να περιπτωσιολογεί, για να προσπεράσει την συζήτηση για τον γενικά απεχθή χαρακτήρα της κρατικής βίας σε βάρος των πολιτών. Στην ιδιαίτερα καίρια ερώτηση της Βίκυς Σαμαρά από το news247 για το πως είναι γνωστά τα στοιχεία ενός οποιουδήποτε πολίτη και η ένταξη του σε μια οποιαδήποτε συλλογικότητα από την ΕΛ.ΑΣ. και την κυβέρνηση, στο αν υπάρχουν ακόμα φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων και αν θα υπάρξουν συνέπειες σε όσους κάνουν τέτοιες δηλώσεις, δήλωσε:
«(Αμήχανη παύση) Υπάρχει βίντεο -δεν το έδωσε στη δημοσιότητα η κυβέρνηση- που δείχνει την εικόνα ξυλοδαρμού ενός εκ των συλληφθέντων. Αυτό που θέλω να σας πω είναι ότι η κυβέρνηση δεν δρα ως κουκουλοφόρος. Υπάρχουν πρόσωπα γνωστά. Υπάρχει περιστατικό που διερευνάται (κομπιάζει) και σε κάθε περίπτωση πρόσωπα που φαίνονται στην κάμερα, είναι πρόσωπα που φαίνονται στην κάμερα»
Η κυβέρνηση μέσω της Πελώνη, υπερασπιζόμενη την ενέργεια της δημοσίευσης προσωπικών στοιχείων από βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, προσπερνώντας ως μάλλον δεδομένο ότι υπάρχουν ηλεκτρονικοί φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων, ομολόγησε ότι υπάρχουν πολίτες που είναι γνωστοί στην Κυβέρνηση και την Ασφάλεια για την πολιτική τους δράση. Μάλιστα, στο πως είναι γνωστά αυτά τα πρόσωπα δεν διευκρινίζεται εσκεμμένα λέγοντας υπόρρητα πως δεν λειτουργεί κάποιος «παρακρατικός» μηχανισμός που συγκεντρώνει στοιχεία αλλά το ίδιο το κράτος που «ταυτίζεται» με την κυβέρνηση.
Το ζήτημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων και της ελευθερίας του λόγου επανέρχεται διαρκώς με όλο και μεγαλύτερη ένταση δείχνοντας ότι τίθεται ένα ολοένα και μεγαλύτερο πρόβλημα της άρχουσας τάξης, που πλέον έχει την ανάγκη να καταφύγει μέσω ανώνυμων μηχανισμών στην εργαλειακή χρήση των ηλεκτρονικών φακέλων κοινωνικών φρονημάτων, με στόχο την στοχοποίηση και την τρομοκράτηση όσων αντιδρούν. Περίπου 30 χρόνια μετά το κάψιμο στη Χαλυβουργική των 30 εκατομμυρίων χιλιάδων σελίδων των φακέλων κοινωνικών φρονημάτων της Ασφάλειας που κρατήθηκαν από το μεσοπόλεμο μέχρι τη δεκαετία του 1990 και η καταστροφή τους συμβολοποιήθηκε από την Νέα Δημοκρατία και τις επίσημες δυνάμεις της αριστεράς, ως πράξη εθνικής συμφιλίωσης, η κυβέρνηση δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει συνεπικουρούμενη από τα ΜΜΕ πρωτοφανείς και σύγχρονους διωκτικούς μηχανισμούς, για να τρομοκρατήσει τις οργανωμένες δυνάμεις του κινήματος, να ικανοποιήσει το συντηρητικό-ακροδεξιό της ακροατήριο και να διαπαιδαγωγήσει την κοινωνία στο δόγμα «νόμος και τάξη».
Αυτή όμως, η δυσανάλογα κλιμακούμενη στοχοποίηση και επίθεση της άρχουσας τάξης στις δυνάμεις της κομμουνιστικής αριστεράς και του ανταγωνιστικού και αναρχικού κινήματος, σε σχέση με το πραγματικό μέγεθος της απειλής που αισθάνεται, δείχνει πως μπροστά στην εν εξελίξει παγκόσμια κρίση αδυνατεί να προτάξει ένα οποιοδήποτε κοινωνικό συμβόλαιο για να εξασφαλίσει την νέα της συναίνεση. Αυτός ο φόβος προκάλεσε την αμηχανία της κυβερνητικής εκπροσώπου και η σκέψη ότι μια ενδεχόμενη αποκάλυψη του πως έγιναν «γνωστά» αυτά τα πρόσωπα θα έστρεφε τη συζήτηση όχι μόνο στους αστυνομικούς που προχώρησαν στον αναίτιο ξυλοδαρμό, αλλά και σε όσους έψαξαν τα στοιχεία του θύματος και με γκεμπελίσκικο τρόπο επιχειρήθηκε να ενοχοποιηθεί. Και αυτό δεν θα ήταν υπόθεση μόνο των οργανωμένων τμημάτων του κινήματος.
Η Βιβλιοθήκη
Η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη μας
(μ’ εκατομμύρια τόμους
Με τόσο λίγους αναγνώστες)
Αδιάκοπα πλουτίζεται.
Στα παλιότερα συγγράμματα
Ακόμα βάζουν σελίδες
(ατέλειωτες ζωές βλέπετε όλα)
Ενώ καινούργιοι τόμοι
Στα ράφια της παίρνουνε θέση
Και νέοι τόμοι γράφονται
Μια θέση για να πάρουνε κι αυτοί.
Η πιο μεγάλη μας βιβλιοθήκη
Όλοι σ’ αυτή έχουμε θέση
Όχι σαν αναγνώστες όμως σαν κείμενα μονάχα
Οι αναγνώστες είναι λίγοι.
Οι ίδιοι πάντα
Αυτοί που κάποτε
Μαζί της θα καούν.
«Έχοντας στη σκέψη μου τους «φακέλλους»
Της αστυνομίας της Χούντας. Φάκελλοι
Που υπάρχουν για όλους τους Έλληνες».
Αλέξανδρος Παναγούλης, Τα ποιήματα, Αθήνα, Παπαζήσης 2010, σ.114-115.