Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της Tithi Bhattacharya “Social Reproduction Theory, Remapping Class, Recentering Oppression” (Θεωρία Κοινωνικής Αναπαραγωγής, Επαναχαρτογραφώντας την Τάξη, Επαναπροσδιορίζοντας την Καταπίεση) μεταφράζουμε και δημοσιεύουμε ένα σύντομο κείμενο της Susan Fergusonσ.1Η Susan Ferguson είναι Επίκουρη Καθηγήτρια στα Ψηφιακά Μέσα και τη Δημοσιογραφία στο Wilfrid Laurier University. Έχει εκδόσει έργα στα θεωρητικά πεδία της κοινωνικής αναπαραγωγής και του σοσιαλιστικού φεμινισμού και έχει συνεισφέρει με το δοκίμιο ¨Παιδιά, παιδικότητα και Καπιταλισμός: Μια οπτική της Κοινωνικής Αναπαραγωγής” στο βιβλίο της Tithi Bhattacharya “Θεωρία Κοινωνικής Αναπαραγωγής”, η οποία έχοντας συμβάλλει στην συγκεκριμένη έκδοση, μας προσφέρει μια σύντομη εισαγωγή στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα Θεωρία Κοινωνικής Αναπαραγωγής.

Η εν λόγω έκδοση αποτελεί μια εξαιρετική προσπάθεια ανοίγματος στο ευρύ κοινό αλλά και οριοθέτησης της Θεωρίας Κοινωνικής Αναπαραγωγής, από την πλευρά των μαρξιστριών φεμινιστριών που την εισηγούνται. Στοχεύοντας στην “γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στην πολιτική της τάξης και στην πολιτική των ταυτοτήτων”, όπως το έθεσε με σαφήνεια η Tithi Bhattacharya στην παρουσίαση του βιβλίου στο ετήσιο συνέδριο του Historical Materialism, το οποίο πραγματοποιήθηκε στις αρχές Δεκέμβρη στο Λονδίνο, η Social Reproduction Theory έρχεται να προσφέρει όχι απλά μια ενδιαφέρουσα φεμινιστική προσέγγιση, αλλά να δηλώσει την παρουσία ενός φεμινισμού ο οποίος εντασσόμενος οργανικά και συμπληρώνοντας ταυτόχρονα το μαρξιστικό πλαίσιο, αποτελεί πρόκληση αλλά και διαφυγή για τα ίδια τα αδιέξοδα του μαρξισμού.

Στο βίντεο μπορείτε να παρακολουθήσετε την Tithi Bhattacharya να μιλάει για την Social Reproduction Theory.

Στη συνέχεια ακολουθεί η μετάφραση του κειμένου της Susan Ferguson, όπως αυτό δημοσιεύθηκε στο blog της Pluto Press:

Η κοινωνική αναπαραγωγή είναι μια μεγάλη ιδέα. Και όπως όλες οι μεγάλες ιδέες, εμφανίζεται με πολλά προσωπεία, αναδιαμορφωμένη με το χρόνο και σε κάθε περίπτωση με σκοπό να ταιριάξει σε συγκεκριμένα προβλήματα που εγείρονται σε διαφορετικά πεδία έρευνας. Βλέπουμε θεωρίες κοινωνικής αναπαραγωγής να ξεφυτρώνουν, για παράδειγμα, στην Εκπαίδευση, την Ψυχολογία, την Κοινωνιολογία και την Πολιτική Οικονομία. Και αν ρωτήσετε την Wikipedia, θα τη βρείτε να ορίζεται σε ένα πολύ γενικό επίπεδο ως ένας όρος που χρησιμοποιείται για να σημασιοδοτήσει την εξελισσόμενη ύπαρξη και ανανέωση της ανισότητας.

Λοιπόν, αυτός είναι ένας εύστοχος ορισμός σε πολλές περιπτώσεις. Αλλά χάνει το στόχο όταν αναφερόμαστε στο πως ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί από τις μαρξίστριες φεμινίστριες. Ο Φεμινισμός της Κοινωνικής Αναπαραγωγής (για τον οποίο θα χρησιμοποιώ τη συντονογραφία SRF για το υπόλοιπο του κειμένου) εξερευνά τους τρόπους με τους οποίους η καθημερινή και γενεακή ανανέωση της ανθρώπινης ζωής (και κατά συνέπεια της εργατικής δύναμης) είναι απόλυτα ουσιώδης για την από δεκαετία σε δεκαετία ισχύ, όχι απλά της ανισότητας, αλλά του καπιταλισμού.

Αυτή η διακριτή συνεισφορά της SRF δεν είναι πάντοτε αυταπόδεικτη. Και ακόμη και εντός της μαρξιστικής παράδοσης, στην κοινωνική αναπαραγωγή αποδίδονται διαφορετικά νοήματα. Ο ίδιος ο Μαρξ εισάγει την ιδέα -αν όχι τον όρο- στον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου. Στο Κεφάλαιο 23 για την “Απλή Αναπαραγωγή”, μας παροτρύνει να να σκεφτούμε πως “ειδομένη .. ως ένα συνεκτικό όλον, και καθώς κυλάει με αδιάκοπη ανανέωση, κάθε κοινωνική διαδικασία παραγωγής είναι , την ίδια στιγμή, μια διαδικασία αναπαραγωγής”. Πιο συγκεκριμένα, μας λέει, η καπιταλιστική παραγωγή αναπαράγει τον εργάτη, την απαραίτητη συνθήκη της περαιτέρω καπιταλιστικής παραγωγής. Έναν αιώνα μετά, τόσο ο Louis Althusser όσο και ο Pierre Bourdieu, εκκινούν από αυτή τη μαρξική ιδέα προκειμένου να θεωρητικοποιήσουν τους τρόπους με τους οποίους “οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους (Althusser) και το “πολιτισμικό κεφάλαιο” (Bourdieu) συμβάλλουν στην ευρύτερη αναπαραγωγή του καπιταλισμού. Είναι περίπου αυτόν τον καιρό που οι φεμινίστριες αναπτύσσουν τη δική τους θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής – μια που εξερευνά και εξηγεί τη σχέση ανάμεσα στην καταπίεση και την εκμετάλλευση.

Με όλες αυτές τις αναλύσεις για την αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων εντός του καπιταλισμού, δεν είναι να απορούμε που ο όρος μπορεί να φαίνεται πολύ ευρύς για να είναι χρήσιμος. Και δεν βοηθάει το γεγονός πως, σε πολλές περιπτώσεις, εμφανίζεται ως ένα είδος συντομογραφίας, ένας τρόπος να κατηγοριοποιηθούν συγκεκριμένα είδη πρακτικών και θεσμών. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει, παρά για να εξηγήσει ή να αναλύσει, τη φύση των καπιταλιστικών σχέσεων και της εργασίας που εμπλέκεται στην αναπαραγωγή (ή λιγότερο συχνά, στην αντίσταση ).

Υπερασπίζομαι την αξία της SRF εδώ και πολύ καιρό. Και παρόλο που ο όρος δεν απολαμβάνει καμία επίσημη αναγνώριση – δεν υπάρχει καμία λέσχη με κάρτα SRF, κόμμα ή δικτύωση – τον χρησιμοποιώ εσκεμμένα. Με βοηθάει και ελπίζω και άλλες, να διατηρώ την αναλυτική οπτική και τις δυνατότητες μιας πολύ συγκεκριμένης θεωρητικής προσέγγισης της κοινωνικής αναπαραγωγής. Αλλά δεν έχω ποτέ πριν προσπαθήσει να κοινωνήσω το πως ακριβώς πιστεύω πως η SRF είναι διακριτή από τους τρόπους με τους οποίους ο Marx, ο Althusser και o Bourdieu χρησιμοποιούν την έννοια της κοινωνικής αναπαραγωγής – αλλά αυτό μέχρι σήμερα.

Η SRF είναι μια χαλαρή αλλά παρόλαυτά συνεκτική σε ευρεία κλίμακα σχολή σκέψης – μια που αναγνώρισε και ανέπτυξε τη σύλληψη της πολιτικής οικονομίας πως οι κοινωνικές εργασίες που σχετίζονται με την παραγωγή αυτής και της επόμενης γενιάς εργατών βρίσκονται σε μια αναγκαία αλλά αντιφατική σχέση με τον καπιταλιστικό μηχανισμό παραγωγής και συσσώρευσης υπεραξίας (θα επιστρέψω σε αυτές τις λέξεις με υπογράμμιση σε λίγο). Είναι λιγότερο γνωστό πως αυτή η σύλληψη προαναγγέλθηκε περίπου 200 χρόνια πριν από τους πιο “επιστημονικούς” (υπό την έννοια της πολιτικής οικονομίας) των Προμαρξικών Ουτοπικών Σοσιαλιστών, την Anna Wheeler και τον William Thompson. Αλλά είναι μόνο με το άρθρο της Margaret Benston το 1969 στη Monthly Review, με τον τίτλο “H Πολιτική Οικονομία της Απελευθέρωσης των Γυναικών” που τη βλέπουμε να εμπνέει μια διαρκή, έντονη συζήτηση και διαμάχη, ικανή να λαξεύσει διακριτό και συνεκτικό θεωρητικό πεδίο.

Με τόσες πολλές να έχουν συνεισφέρει σε αυτήν την παράδοση ώστε να τις απαριθμήσω, θα επισημάνω λίγες μόνο – εκείνες των οποίων οι ιδέες με καθόρισαν ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του 1980: τις Meg Luxton, Pat and Hugh Armstrong, Wally Seccombe, Johanna Brenner, Barbara Laslett και Lise Vogel. Χωρίς να παραγνωρίζω σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε αυτές και σε άλλες που έχουν βοηθήσει να διαμορφωθεί αυτό το θεωρητικό πεδίο (για παράδειγμα η Silvia Federici ή η Maria Mies, των οποίων τη δουλειά γνώρισα πολύ πιο μετά), η SRF μπορεί να χαρακτηριστεί από την αφοσίωσή στην εξήγηση των τρόπων με τους οποίους η πατριαρχική και καπιταλιστική δυναμική ενυπάρχουν σε μια ενιαία και μη αναγώγιμη λογική κοινωνικής αναπαραγωγής. Άρα, τη στιγμή που οι έμφυλες σχέσεις διαμορφώνονται από την πατριαρχική δυναμική (και δεν είναι απλά λειτουργίες των ταξικών επιταγών του καπιταλισμού) είναι ταυτόχρονα πάντα εσωτερικά προσδεδεμένες στην συνεχιζόμενη διατήρηση και αναπαραγωγή ενός συνολικού καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού.

Αυτό που ξεκίνησε ως θεωρητικοποίηση της σχέσης ανάμεσα στο φύλο και την τάξη ορίζεται εκ νέου από μια νέα γενιά θεωρητικών και ακτιβιστών της SRF. Πιο πρόσφατα έργα αναμετρώνται με το πως όχι μόνο το φύλο, αλλά επίσης και η φυλή, η αποικιοκρατία, η σεξουαλικότητα και άλλες μορφές καταπίεσης εφαρμόστηκαν στην αναγκαία αλλά αντιφατική σχέση που η SRF αναγνωρίζει ως ένα καθοριστικό στοιχείο των καπιταλιστικών κοινωνιών. Αυτό μπορεί να μοιάζει πολύ με κάποια σχήματα του Διαθεματικού Φεμινισμού (Intersectionality Feminism). Και πράγματι, συγκεκριμένες κομβικές οπτικές του Μαύρου Φεμινισμού και του Διαθεματικού Φεμινισμού αναφορικά με την συγκρότηση των κοινωνικών σχέσεων εμπνέουν και ενημερώνουν αυτόν τον νέο τρόπο σκέψης στην SRF. Αλλά, η SRF πηγαίνει πέρα από κάποια θεωρητικά όρια εκείνης της προσέγγισης, όπως έχω επιχειρηματολογήσει στο “Διαθεματικότητα και Φεμινισμοί της Κοινωνικής Αναπαραγωγής: Προς μια Ενωποιητική Οντολογία” (Intersectionality and Social-Reproduction Feminisms: Toward an Integrative Ontologyσ.2 Historical Materialism (Volume 24, Number 2, 2016)).

Δυο άλλα σημεία για την SRF μπορούν να σημειωθούν εδώ γρήγορα. Πρώτον, πρόκειται μια ανάλυση ιστορικού υλισμού. Οι ιστορικές ιδιαιτερότητες έχουν μεγάλη σημασία. Οι συνθήκες και οι μορφές της καταπίεσης αλλάζουν με το χρόνο. Η πλειοψηφία των γυναικών στον Παγκόσμιο Νότο σήμερα, για παράδειγμα, είναι αντικείμενο διελκυστίνδας ανάμεσα στην μητρότητα και την εργασία και διαπραγματεύονται μια περιορισμένη “απελευθερωμένη” σεξουαλικότητα (εντός της ανδροκρατούμενης επικράτειας). Καμία από αυτές τις εμπειρίες δεν τη συναντούσαμε 100 χρόνια πριν. Όμως, αυτή η ιστορική αλλαγή δεν είναι αυθαίρετη, ή εξαρτώμενη απλά από τις ιδέες εκείνων που παλεύουν για την αλλαγή. Πολύ περισσότερο, περιορίζεται από τις συνθήκες δυνατότητας που ο καπιταλισμός εγγράφει. Υπάρχουν κάποιες κοινωνικές πρακτικές και θεσμοί – όπως η πλήρως κοινωνικοποιημένη φροντίδα παιδιών- που ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αντέξει. H SRF πάντοτε το έχει αυτό υπόψιν.

Δεύτερον, η SRF πηγαίνει πέρα από την περιγραφή του πως δείχνει ο καπιταλισμός και πως αλλάζει, μέσα από την ανάλυσή της σχέσης ανάμεσα στις διαδικασίες παραγωγής της εργατικής δύναμης και τις διαδικασίες παραγωγής αξίας. Αυτή η σχέση, στην οποία δίνουν έμφαση τα υπογραμμισμένα σημεία που έχω επισημάνει πιο πάνω, είναι αναγκαία και αντιφατική. Είναι αναγκαία επειδή οι καπιταλιστές χρειάζονται την ανθρώπινη εργατική δύναμη, μια απαραίτητη συνθήκη για την παραγωγή αξίας την οποία δεν παράγουν οι ίδιοι. Και οι εργάτες (οι “κομιστές” της εργατικής δύναμης), φυσικά, χρειάζονται τους μισθούς και τις κοινωνικές παροχές μέσα από τις οποίες μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες διαβίωσης. Είναι αντιφατική επειδή οι καπιταλιστές πρέπει -προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικοί- να δημιουργήσουν συνθήκες όπου η ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών υπάγεται στην συσσώρευση. Πρέπει να περιορίζουν και να ελέγχουν τους μισθούς και τις κοινωνικές δαπάνες που δίνουν για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, και της ίδιας της ζωής.

Προσπαθώντας να συλλάβει την αναγκαία αλλά αντιφατική σχέση ανάμεσα στην παραγωγή και την αναπαραγωγή, η SRF εμπλουτίζει την κατανόησή μας σε σχέση με την ενότητα παραγωγής και αναπαραγωγής που ο Marx εντοπίζει. Η SRF μας προκαλεί να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους φαινομενικά ανεξάρτητα είδη σχέσεων (εκείνων που εμφανίζονται με φυλετικούς, έμφυλους, σεξουαλικοποιημένους ή αποικιοκρατικούς τρόπους) αποτελούν μέρος και σύνολο μιας καπιταλιστικής ταξικής δυναμικής περίφραξης και συσσώρευσης. Ως τέτοια αντιπαλεύει τις σχέσεις που περιορίζουν -παρόλο που στο μεγαλύτερο μέρος δεν εξαλείφουν εντελώς– την δυνατότητα των ανθρώπων της εργατικής τάξης να ικανοποιήσουν όχι μόνο τις βασικές ανάγκες διαβίωσης, αλλά επίσης κι εκείνες τις βιολογικές, συναισθηματικές και πνευματικές ανάγκες και επιθυμίες που υπερβαίνουν αυτό που το Κεφάλαιο θέλει να πληρώσει. Μας προκαλεί να εξετάσουμε την εργασία όχι απλά ως έναν συντελεστή της δημιουργίας αξίας, αλλά ως μια ζώσα, απτή σχέση που τοποθετείται εντός μιας πολλαπλώς διαθλώμενης πραγματικότητας. H SRF μας θυμίζει περαιτέρω πως αυτό που πραγματικά χρειάζονται και θέλουν οι καπιταλιστές δεν είναι η εργασία ή οι εργάτες, αλλά η αλλοτριωμένη εργασία. Την ίδια στιγμή, το γεγονός πως δεν μπορούν να την αποκτήσουν χωρίς το ανθρώπινο περιτύλιγμά της είναι το μεγαλύτερό τους πρόβλημα. Σημαίνει πως, πάντα και παντού, τα σώματα και τα μυαλά των εργατών μπορούν και όντως αντιστέκονται στην απάνθρωπη δυναμική της οποίας αποτελούν μέρος.

Θα πρέπει να έχει γίνει ήδη ξεκάθαρο πως η SRF ενδιαφέρεται για την αναπαραγωγική δυναμική του καπιταλισμού, όχι απλά για μια απροσδιόριστη ανισότητα. Σε αυτό, μοιράζεται την κατανόηση του Marx για τον καπιταλισμό ως κάτι περισσότερο από ένα οικονομικό σύστημα. Για τον Marx, ο καπιταλισμός είναι ένα ένας ευρύς κοινωνικός σχηματισμός. Και ο Marx επίσης συζητά την “αναπαραγωγή της εργατικής τάξης” ως μιας αναγκαίας συνθήκης της παραγωγής αξίας. Αλλά δεν επεκτείνεται στην ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων που εγγράφονται σε αυτή την αναπαραγωγή – μεταχειριζόμενος την διαδικασία της αναπαραγωγής περισσότερο τεχνικά, ως ένα ζήτημα μεταλαμπάδευσης δεξιοτήτων, ή μεταναστευτικών πολιτικών ή βιολογικής αναπαραγωγής. Ο Marx δεν εξερευνεί τις έμφυλες σχέσεις εντός της οικογένειας ως μέρος αυτών των ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων. Και παρόλο που σημειώνει πως υπάρχει μια αναγκαία αλλά αντιφατική σχέση ανάμεσα στην παραγωγή της ζωής και την παραγωγή κέρδους, δεν την αναλύει με τρόπους που να μας βοηθούν να καταλάβουμε καλύτερα τις μη ταξικές μορφές καταπίεσης. Και πάλι, όμως, η επιμονή του στην εσωτερική σχέση παραγωγής και αναπαραγωγής ενός ευρύτερου καπιταλιστικού συστήματος -στη βάση της συστηματικής τους ενότητας- διανοίγει το πεδίο πάνω στο οποίο αναπτύσσεται η SRF. H SRF λαμβάνει και ανασχηματίζει τη μαρξική θεωρία αλλά με τρόπους που συνάδουν με τις βασικές της προκείμενες.

Οι ιδέες του Althusser και του Bourdieu για την κοινωνική αναπαραγωγή δείχνουν σε μάλλον διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο Althusser πιστεύει ότι χτίζει πάνω στις θεωρητικές επεξεργασίες του Marx για τις αναγκαίες συνθήκες για την καπιταλιστική παραγωγή, δίνοντας έμφαση στον ρόλο της ιδεολογίας αναφορικά με τις κοινωνικές σχέσεις της αναπαραγωγής. Αναγνωρίζει τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους (κρατικούς δρώντες και θεσμούς) που διαιωνίζουν τον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό. Και ο Bourdieu ψάχνει βαθιά στο εκπαιδευτικό σύστημα και άλλους πολιτισμικούς θεσμούς και πρακτικές για να δείξει πως το “πολιτισμικό κεφάλαιο” τείνει να μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, αποτρέποντας την κοινωνική κινητικότητα.

Αν και ο Althousser είναι τουλάχιστον ακόμη επικεντρωμένος στην αναπαραγωγή του καπιταλισμού, η έμφασή του στις αυτόνομες τάσεις της ιδεολογίας προετοιμάζουν το έδαφος όχι για την SRF, αλλά για τη θεωρία των δυαδικών συστημάτων. Ο Μαρξιστικός Φεμινισμός της Michele Barrett είναι λογική προέκταση του αλτουσεριανού μαρξισμού. Ο Bourdieu από την άλλη πλευρά, έχει πραγματικά μετατοπίσει το ενδιαφέρον του από τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις προς την εξήγηση της γενικευμένης μετάβασης στην εξατομικευμένη ανισότητα. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι αποϋλοποιεί (και προφανώς κατανοεί λανθασμένα) τη φύση του Κεφαλαίου, αντιμετωπίζοντάς το ως ένα “πράγμα” που κάποιος κατέχει και όχι ως μια σχέση ανάμεσα ανάμεσα στους αποκλεισμένους και τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Τέλος, ούτε ο Althusser ούτε ο Bourdieu προσπαθούν να συλλάβουν την απάνθρωπη λογική του ρατσισμού, του σεξισμού και άλλων μορφών καταπίεσης εντός και μέσα από την αναγκαία αλλά αντιφατική σχέση μεταξύ της κοινωνικής αναπαραγωγής και της παραγωγής.

Δεν έχω καμία αμφιβολία, εξαιρετικά γενικευμένα μιλώντας σε αυτό το σημείο, σχετικά με την παράδοση της SRF. Πολλές προσεγγίσεις SRF τείνουν προς μια ιστορική περιγραφή παρά προς την ανάλυση. Πολλές υιοθετούν μια δομιστική προσέγγιση που αντιμετωπίζει την παραγωγή και την αναπαραγωγή ως ριζικά διακριτές διαδικασίες και σφαίρες. Το επιχείρημα μου, παρόλαυτά, είναι πως υπάρχει οπτική εντός του πλαισίου της SRF ώστε να απομακρυνθούμε από εκείνα τα λανθασμένα σημεία εκκίνησης και να δώσουμε μια στιβαρή εξήγηση του πως οι καταπιεστικές σχέσεις είναι μέρος της φύσης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι καλύτερες προσεγγίσεις της SRF δεν είναι ούτε αμιγώς ιστορικές ούτε αμιγώς αφαιρετικές. Αντίθετα, κινούνται μεταξύ της ιστορίας και της θεωρίας ώστε να εξηγήσουν πως η αντιφατική σχέση ανάμεσα στην παραγωγή της ζωής και τις τάσεις του καπιταλισμού προς την αποστέρηση και την συσσώρευση εφαρμόζεται ιστορικά στις συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις των εργατών.

Μετάφραση-Επιμέλεια: Αναστασία Ματσούκα

Υποσημειώσεις[+]