Η τελευταία ταινία του Βούλγαρη είναι επιεικώς μέτρια.
Εάν δεν ήταν 4-5 σκηνές που έχουνε ψυχή, τότε δεν θα σας έλεγα ότι αξίζει να πάτε να τη δείτε.
Το πρώτο μισό χαρακτηρίζεται από υπερδραματοποίηση και υπερβολική χρήση του slowmotion. Μερικά πράγματα τονίζονται με λόγια παρ’ όλο που έχουν γίνει ήδη σαφή μέσα από την ίδια την εικόνα. Παρατηρούμε μία δόση χολιγουντιανισμού. Πολύ φλυαρία. Κάθε ταινία όμως έχει τα φετίχ της. Τα φετίχ του σκηνοθέτη. Στην προκειμένη υπάρχει μία εμβάθυνση στην “φιλική” κόντρα ανάμεσα στον “διανοούμενο” ναζί Καρλ Φίσερ που έχει μία έφεση στον ελληνικό πολιτισμό και το κεντρικό πρόσωπο Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Όλο αυτό βέβαια ξεπερνούσε την πραγματικότητα η οποία την εποχή εκείνη ήταν στυγνή. Νομίζω σε τέτοια σενάρια, τα οποίο αφορμώνται από πραγματικά γεγονότα μεγάλης βιαιότητας δεν έχεις παρά να παρουσιάσεις την ζωντανή πραγματικότητα ως έχει και όχι να διηγείσαι την ιστορία σαν να είναι ένα παραμύθι. Άλλωστε τα παραμύθια έχουν καλό τέλος, στη ζωή δεν ισχύει κάτι τέτοιο.
Κάθε φορά που παρακολουθώ μία ταινία στον κινηματογράφο, επιστρέφω σπίτι και αναζητώ πράγματα γι’ αυτήν στο ίντερνετ. Θέλω να διαβάσω μία τρίτη άποψη, να καταλάβω το συγκείμενο διαβάζοντας την εποχή που λαμβάνει χώρα. Σχεδόν κάθε φορά όμως οι κριτικές με απογοητεύουν. Και δεν μιλάω για τις πληρωμένες. Είναι τόσο τυπικές, που απλά παύουν να είναι κριτικές. Μία κριτική οφείλει να βγάζει συμπεράσματα.
Πάμε στις σκηνές που έχουν ψυχή όμως.
“Δεν θα μας βάλεις να σκοτωθούμε μεταξύ μας”
Η σκηνή που ο Σωτήρης “την λέει” στον Ναπολέοντα που αναγκάστηκε να πάρει τη θέση του μεταφραστή, δείχνει τις αντιφάσεις με τις οποίες έρχονταν αντιμέτωποι οι κρατούμενοι. Ο Σωτήρης κατηγορούσε τον Ναπολέοντα διότι έδινε πληροφορίες στον κατακτητή και στεκόταν άπραγος απέναντι στις ψυχοφθόρες ανακρίσεις. Οι ρόλοι που καλούνταν να πάρουν λειτουργούσαν διασπαστικά εκ των πραγμάτων. Αλλά, είχαν ο ένας τον άλλο και το ήξεραν πολύ καλά. Αν δεν είχαν ο ένας τον άλλο τότε θα ήταν ένα τίποτα, θα παραιτούνταν. Χαρακτηριστικά, αυτό που λέει ο Ναπολέων στον Σωτήρη πίσω είναι “γιατί δεν το αναφέρεις στην καθοδήγηση”, αλλά ο Σωτήρης επέλεξε να το συζητήσει με τον ίδιο πρώτα. Η καθημερινή τριβή που είχαν μεταξύ τους αυτοί οι άνθρωποι δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για να συζητούν μεταξύ τους από τα πιο εύκολα μέχρι τα πιο δύσκολα θέματα που τους απασχολούσαν.
“8 χρόνια χωρίς αγκαλιά”
Τη στιγμή που η Χαρά μπαίνει στο επισκεπτήριο και βλέπει πίσω από το συρματόπλεγμα τον Ναπολέοντα ο οποίος της δίνει ένα μικρό λουλούδι, ότι κατάφερε να συλλέξει δηλαδή. Φανταστείτε το μέγεθος της αγάπης που έτρεφε ο ένας για τον άλλο. Ήταν μαζί 8 χρόνια, από στρατόπεδο σε στρατόπεδο χωρίς να έχουν καμία σωματική επαφή και πάντα υπό την επιτήρηση ενόπλων φρουρών (Αϊ Στράτης, Ακροναυπλία, Τρίκαλα, Λάρισα, Χαϊδάρι). Το γράμμα του Ναπολέοντα στην Χαρά έλεγε, “Η τελευταία σκέψη μαζί σου. Θα ‘θελα να σε κάνω ευτυχισμένη. Να βρεις σύντροφο άξιο σου και άξιο μου”. Την αγαπούσε τόσο πολύ που ήθελε το καλό της, χωρίς εγωισμούς.
“Ο κόκκινος στρατός προελαύνει, θα τους πάρουμε”.
Τις νύχτες όταν έχουν πέσει για ύπνο τραγούδαγαν όλοι μαζί. Κορυφαία σκηνή. Θέλω να σημειώσω, ότι με αυτόν τον τρόπο δεν συνήθιζαν τη ζωή τους μέσα στο στρατόπεδο. Συνέχιζαν τον αγώνα συλλογικά. Έδιναν δύναμη ο ένας στον άλλο. Η φωνή του ενός ενωνόταν με τις φωνές των υπολοίπων. Δεν είσαι μόνος, δεν περνάς μόνος σου αυτό το μαρτύριο. Είμαστε εδώ ο ένας για τον άλλο. Αλληλέγγυοι μέχρι το τέλος, μέχρι τη λευτεριά. Ο γέρος κομμουνιστής λίγο πριν επιβιβαστούν με προορισμό την Καισαριανή, λέει στον Ναπολέοντα “Ένα πράμα λέω στον εαυτό μου, Κώστα χαλάλι όλα αυτά τα χρόνια που αγωνίστηκες, θα έρθουν καλύτερες μέρες”. «Εικοσιπέντε χρόνια αγώνα και θυσίας δεν πήγαν χαμένα. Πεθαίνω σαν άνθρωπος… Για μια δίκαιη κοινωνία…»
“Χάρη, το πολυβόλο σημαδεύει κεφάλι ή στήθη;”.
Το ίδιο ισχύει και για το αυθόρμητο γλέντι που στήσανε μία μέρα πριν σταθούν στο απόσπασμα. Δεν είναι ότι είχαν εξοικειωθεί με την ιδέα του θανάτου. Δεν ήθελαν να πεθάνουν. Ήξεραν όμως ότι δεν είχαν επιλογή. Είχαν επιλέξει να ακολουθήσουν το δρόμο του αγώνα, της αξιοπρέπειας και δεν υπήρχε εναλλακτική. Ακολουθούσαν την επιλογή τους μέχρι το τέλος και βέβαια όχι μόνο από ιδεολογία, αλλά και από ανάγκη. Ζούσαν στη φτώχεια και την εξαθλίωση. Πάλευαν για μία καλύτερη ζωή. φοβόντουσαν το θάνατο, αλλά πολύ περισσότερο φοβόντουσαν μία υπόδουλη ζωή. Ακόμη κι αν βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση, είχαν κερδίσει. Τη στιγμή που η ελίτ των SS δειπνούσε τρώγοντας και πίνοντας σε ένα πλούσιο δείπνο, οι επαναστάτες τραγουδούσαν ξέροντας ότι την επομένη θα είναι νεκροί. Ποιος είναι ο νικητής και ποιος ο χαμένος λοιπόν; “Έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκεία ζωή!”.
“Αν δεχτώ την ποταπή πρόταση σας, θα είμαι ένα τίποτα.”
Ο Ναπολέοντας βρίσκεται σε δίλημμα ζωής, όταν ο Φίσερ του προτείνει να εξαιρεθεί από τη λίστα των διακοσίων μελλοθάνατων, βάζοντας στη θέση του κάποιον άλλο. Αυτό το ανυποχώρητο βλέμμα του δείχνει τη φλόγα που έκαιγε τότε μέσα σε αυτούς τους ανθρώπους και δεν μπορούσε τίποτα να τη σβήσει, η φλόγα της ελπίδας.
“Γειά σου πατρίδα”
Πριν σταθούν στο απόσπασμα εξέφρασαν την επιθυμία να μην φορέσουν μαντίλι την ώρα της εκτέλεσης. Δεν ήθελαν να φορέσουν μαντίλι, γιατί ήθελαν να σταθούν με αξιοπρέπεια όχι απέναντι στο θάνατο, αλλά απέναντι στον ταξικό εχθρό.
Θέλω να βγάλω τα εξής συμπεράσματα:
Αυτό που περνούσαν οι κρατούμενοι, δεν ήταν μία “τραγωδία”. Η επιλογή αυτών των ανθρώπων μπορεί να ήταν προσωπική, αλλά αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι αφορούσε μόνο τους ίδιους. Υπήρχαν δομές οι οποίες λειτουργούσαν και έδιναν ελπίδα στον κόσμο. Τα λόγια τους είχαν υπόσταση, δεν μίλαγαν περί ανέμων και υδάτων. Υπήρχε η ΠΕΕΑ, τα συσσίτια του ΕΑΜ, οι διμοιρίες του ΕΛΑΣ. Υπήρχαν υλικά χειροποιαστά πράγματα για τα οποία πάλευαν. Υπήρχαν κοινότητες αγώνα κατά τόπους στην ύπαιθρο. Το τονίζω διότι όλη η ταινία έτσι όπως αποδίδεται έχει ένα ύφος “δραματικού ποιητικού λόγου”. “Η τραγωδία του επαναστάτη κομμουνιστή”. Η πραγματικότητα τότε το ’44 ήταν τόσο υλική που δεν υπήρχαν περιθώρια για “ποίηση”. Και προπαντός δεν υπήρχε η “κάθαρσις”. Ήταν καθημερινοί άνθρωποι. Δεν ήταν υπερφυσικά, υπεράνθρωπα όντα, αλλά κανονικοί, όπως κι εμείς άνθρωποι, που λαχταρούν τις μικροχαρές, ερωτεύονται, παλεύουν με τις αντιφάσεις τους, αγαπούν. Οι αγωνιστές είχαν οικογένειες, είχαν συντροφικές σχέσεις, είχαν γυναίκες, άντρες είχαν ανθρώπους κοντά τους για τους οποίους ήθελαν να ζήσουν. Τα γράμματα που πετούσαν στο δρόμο κατά τη μεταγωγή του στην Καισαριανή το αποδεικνύουν. Δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να πεθάνουν για να “καθαρθούν” και να απαλλαγούν από το “μαρτύριο”. Παρ’ όλο που περνούσαν βασανιστήρια, ήταν εκεί ακάθεκτοι, ρημαγμένοι αλλά ριγμένοι με τα μούτρα στην “μεγάλη υπόθεση”. Τόσο, που καλούσαν όσους και όσες έμεναν πίσω, να συνεχίσουν τον αγώνα για τη λευτεριά.
Οι κομμουνιστές έτρεφαν βαθιά αγάπη ο ένας για τον άλλο, κάτι που σήμερα εκλείπει. Δεν θέλω να κάνω γελοίες συγκρίσεις του τότε με το σήμερα. “Άλλες εποχές”, όπως λένε και οι γηραιότεροι. Οι άνθρωποι δένονταν αλλιώς. Αυτό όμως που θέλω να σχολιάσω είναι ότι σήμερα, λίγο χάνουμε τη βολή μας και πέφτουμε στα ψυχοφάρμακα ή εν πάσει περιπτώσει τα παρατάμε πολύ εύκολα. Είτε έχει να κάνει με τον ερωτικό μας σύντροφο, είτε με τη δουλειά μας, είτε με οτιδήποτε άλλο. Είναι μεγάλο πράγμα να έχεις έναν άνθρωπο δίπλα σου και να ξέρεις ότι θα είναι εκεί ανά πάσα στιγμή για σένα, να ξέρεις ότι μοιράζεστε τις ίδιες αξίες και ότι δεν μπορεί να τις βάλλει κανένας, μα κανένας. Σήμερα αυτές οι αξίες μοιάζουν όνειρο θερινής νυκτός.
Ο ναζισμός παρουσιάζεται – αδιαπραγμάτευτα – ως το απόλυτο κακό. Ο ναζισμός δεν ήταν ένα “κακό”. “Τι κακό που μας βρήκε”. Δεν είχαμε από τη μία τους καλούς και από την άλλη τους κακούς. Δεν ήταν ένα γούεστερν ή ένας πόλεμος των άστρων όπου στο τέλος θριαμβεύουν οι καλοί. Μέσα από μία τέτοια ερμηνεία, μπορεί πολύ εύκολα κανείς να πει, ότι ένα καλός μπορεί να γίνει κακός ή το αντίστροφο ή ένας κακός να εκλογικευτεί, κάτι το οποίο δεν υφίσταται στην προκειμένη. Κάθε άνθρωπος έκανε τις επιλογές του και κατέληγε είτε να είναι με τους ταγματασφαλίτες και να κάνει τις πλάτες στην αστική τάξη, είτε με τους κομμουνιστές να παλεύει ενάντια στον καπιταλισμό, ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση, για μία άλλη κοινωνία. Ήταν μία ξεκάθαρα ταξική επιλογή, την ευθύνη της οποίας μέσα στον πόλεμο δεν είχαν το περιθώριο να μην αναλάβουν.
Εν κατακλείδι, για να μην βγω αυστηρός, η ταινία είναι μία πολιτική ταινία ως ένα αφιέρωμα στη μνήμη των διακοσίων κομμουνιστών και είναι από μόνη της εκδήλωση τιμής.
Παρόντες λοιπόν! Αείμνηστοι!
Υγ. 1: Με την παρέα που πήγαμε στον κινηματογράφο, συμφωνήσαμε ότι την ταινία την έσωσε το θέμα με το οποίο καταπιάστηκε. Όπως γράφτηκε σε κείμενο του Νίκου Μπογιόπουλου “Η ιστορία των 200 της Καισαριανής και η εκτέλεσή τους από τους Ναζί την Πρωτομαγιά του 1944 είναι από εκείνες τις ιστορίες που ανεβάζουν το μπόι του ανθρώπου ψηλότερα”.
Υγ. 2: Ο Ούγγρος δεσμοφύλακας Κόβατς (Λουκάς Κυριαζής) είναι μακράν η καλύτερη ερμηνεία της ταινίας.
Υγ. 3: Μην πάτε ποτέ στο Αελλώ. Η ταινία διαρκεί 117′ και εμείς την είδαμε σε 250′ με τις ασταμάτητες διακοπές.
Υγ.4: Η μουσική του The Boy είναι εκπληκτική.
Υγ.5: Ας αποτελέσει αφορμή αυτή η ταινία για να γίνει αυτό που γράφτηκε στον Ριζοσπάστη:
“Να ξυπνήσει τη διάθεση για να ψάξουμε περισσότερο την πρόσφατη ιστορία της ταξικής πάλης στη χώρα μας, ν’ αναζητήσουμε στην αγωνιστική κληρονομιά των γονιών και των παππούδων μας, στις πιο πολύτιμες παρακαταθήκες του χτες, απαντήσεις και αναλογίες για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζουμε το σήμερα.”