Στα πλαίσια της συζήτησης που πήρε την πρωτοβουλία να διοργανώσει το k-lab την Παρασκευή 10/2 («Πες μου τι γίνεται μ’ εκείνα τα παιδιά… Το φοιτητικό κίνημα του 06-07: Νοσταλγία ή παρακαταθήκη για το μέλλον»), απευθύναμε κάλεσμα για τη συνέχιση του διαλόγου αυτού, μέσα από κείμενα συμβολής, από ανθρώπους που είτε έκαναν παρεμβάσεις, είτε σκόπευαν να κάνουν αλλά δεν μπόρεσαν λόγω χρόνου, και φυσικά σε όποιον και όποια ενδιαφέρεται να συμβάλλει. Στόχος μας είναι η συγκρότηση ενός σχετικού φακέλου στο site, καθώς και η διερεύνηση της δυνατότητας μιας σχετικής έκδοσης. Σε αυτό το πλαίσιο, τις επόμενες μέρες θα δημοσιεύουμε σταδιακά τα κείμενα συμβολής που λαμβάνουμε. Ακολουθεί το κείμενο της Ελένης Βαφειάδου.
Το κείμενο αυτό γράφεται από την πλευρά κάποιας, που μπορεί να μην πήρε μέρος στις κομβικές αποφάσεις, π.χ για το πού θα στρίψει η πορεία, αλλά που συμμετείχε σε όλο τον προβληματισμό και τις διαδικασίες της περιόδου με αγωνία και έγνοια, όπως χιλιάδες αγόρια και κορίτσια τότε και εξακολουθεί να το κάνει στο όποιο σημερινό κίνημα. Μέσα από το ΕΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ τώρα, μέσα από τα ΕΑΑΚ τότε. Εξάλλου, η εκδήλωση για εκείνα τα παιδιά του Μαηούνη ήθελε να έχει το χαρακτήρα μιας από τα κάτω συνάντησης, χωρίς πάνελ, κλπ. Ελπίζω να έχει ενδιαφέρον μια τέτοια τοποθέτηση. Αφετέρου είναι όμορφο και χρήσιμο να κρατηθεί ο διάλογος, ακόμα και μετά -ίσως κυρίως μετά- την εκδήλωση, η οποία ήταν πετυχημένη για πολλούς λόγους. Θα ξεχώριζα -γιατί δε θα εξαντληθεί η αποτίμηση της εκδήλωσης εδώ κι ούτε θα κριθεί ακόμα ενδεχομένως-το ότι έθεσε ένα πλαίσιο πολιτικής και συναισθηματικής ειλικρίνειας πάνω στο οποίο δεν επιτρεπόταν να επαναληφθεί μια στείρα αντιπαράθεση. Ήταν πετυχημένη επίσης, γιατί μάζεψε δυναμικό από όλους τους πολιτικούς χώρους που συμμετείχαν με τον τρόπο τους στο κίνημα τότε. Ήταν πετυχημένη κι ας είχε τελικά -έστω άτυπο- πάνελ, κι ας άρχισε με καθυστέρηση, κι ας τελείωσε περασμένα μεσάνυχτα, κι ας υπήρχε παραπάνω προσωπικός τόνος από όσο έχουμε ακούσει οποτεδήποτε σε πολιτική εκδήλωση, ας μην ακούσαμε πάλι το σύντροφο από τα Γιάννενα, κι ας αναγκαστήκαμε να ακούσουμε αντί για εκείνον πρώην κυβερνητικά στελέχη, ακόμα και να τα χειροκροτήσουμε… Αν την έκανα εγώ την εκδήλωση, μπορεί να έκανα τα πράγματα κάπως διαφορετικά. Αλλά δεν την έκανα. Και δεν πειράζει. Στο φιλοσοφικό δίλημμα μεταξύ του χριστιανικού δρόμου της μιας αλήθειας εμάς μας κέρδισαν τα 100 ολάνθιστα λουλούδια του Μάο εξάλλου.
Οι κινηματικές δυνάμεις και πριν το ‘06-‘07, αλλά κυρίως τότε, είχαν να αντιμετωπίσουν μια αντίφαση: την αντίφαση πως άλλοι κέρδιζαν στις συνελεύσεις και στο δρόμο και άλλοι στις εκλογές. Την αντίφαση αυτή τα ΕΑΑΚ πρότειναν και επέβαλαν τελικά να τη λύσουν με το Συντονιστικό Γενικών Συνελεύσεων και Καταλήψεων. Αυτή ήταν μια λύση που δεν άφηνε άμεση κληρονομιά στη δομή του κινήματος για το μέλλον μεν, αλλά επέτρεπε τη δημιουργία του και την άνθισή του, όπως και έγινε. Αν τότε είχαν συσταθεί τα συμβούλια και η ΕΦΕΕ και δημιουργούνταν άλλος προνομιακός συνομιλητής της κυβέρνησης εκτός από το ζωντανό κίνημα, γι’ αυτόν των ΔΑΠ-ΠΑΣΠ, τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά –και το πιθανότερο-προς το δυσκολότερο. Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να βρούμε και άλλες λύσεις, αλλά μέχρι εκεί μπορέσαμε. Το ότι δεν βρέθηκε -ή καλύτερα δεν υλοποιήθηκε-καλύτερη πρόταση που θα συνδύαζε την αμεσοδημοκρατία των συνελεύσεων με μια δομή με πιο σταθερά χαρακτηριστικά, χωρίς να δίνει δώρο τη δύναμη των Γ.Σ και χωρίς να αλλοιώνει τις αγωνιστικές διαθέσεις της φοιτητιώσας νεολαίας είναι ευθύνη εν πολλοίς όλων. Γεγονός είναι πάντως, πως το κίνημα του ’06-’07 κέρδισε υπό τις συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές. Σήμερα βέβαια, η συζήτηση σχετικά με το τότε δίλημμα μπορεί να ακούγεται για κάποιους παρωχημένη ή διχαστική – τύπου κάτι αντίστοιχο με το δίλημμα αν μπορεί να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα – αν και πολλές φορές φταίει αυτό που δεν κάναμε αντί για αυτό που κάναμε. Η αλήθεια είναι πως κανείς δε συμμετέχει στη συζήτηση που άνοιξε, για να αναζωπυρώσει παλιές πολεμικές, παρόλη την υπεράσπιση –έστω και πολιτισμένα- των περισσότερων από τους ομιλητές και τις ομιλήτριες και εμού- για τον τότε πολιτικό τους χώρο και στάση.
Το βασικό ερώτημα που 10 χρόνια μετά μπήκε στα μυαλά όλων με πολύ συγκεκριμένο τρόπο ήταν γιατί τότε ναι και σήμερα όχι. Γιατί τότε ξεσηκωθήκαμε και μάλιστα νικήσαμε, ενώ σήμερα ψαχνόμαστε, αναμένουμε, απογοητευόμαστε? Ήμασταν τότε πιο μάγκες και οι σημερινοί φοιτητές είναι πιο φλώροι? Κι αν ήμασταν πιο μάγκες, γιατί δεν ξεσηκωνόμαστε και σήμερα όπως και τότε, τώρα που η επίθεση είναι πολύ μεγαλύτερη? Οι απαντήσεις δεν είναι μονοδιάστατες και έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά σωστά πράγματα. Ακούστηκε ωστόσο στην εκδήλωση, αυτό που νομίζω είναι ο ένας βασικός λόγος της τότε επιτυχίας.
Πως παρά τις αποχρώσεις του ο κάθε πολιτικός χώρος και παρά την πολιτική ηγεμονία της/των ΕΑΑΚ, ένιωθαν όλοι πως συμμετείχαν σε ένα κοινό σχέδιο. Τι συνιστούσε όμως αυτό το σχέδιο. Αυτό το σχέδιο περιλάμβανε την αποκάλυψη της προέλευσης των πολιτικών ενάντια στην δημόσια παιδεία. Στις σχολές τότε, μας απασχολούσε όλα τα χρόνια πώς θα μιλήσουμε π.χ για τη διακήρυξη της Μπολόνια στους συμφοιτητές μας. Δεν ήταν κάτι το εύκολο, αλλά το κάναμε. Οι καθηγητές επίσης που πήραν πάνω τους την υπόθεση της αντίστασης, αντιλήφθηκαν όλο το εύρος της αντιεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, μίλησαν για αυτή και λούστηκαν τις συνέπειες από τους συναδέλφους τους και τους πολιτικούς τους χώρους. Οι αιχμές βέβαια ήταν τα δωρεάν συγγράμματα, οι αιώνιοι φοιτητές, κλπ, κλπ και σωστά. Όμως το κοινό αυτό σχέδιο δεν αφορούσε μόνο την στοχοθεσία του, που ήταν η ατόφια διατήρηση του άρ.16, αλλά και ένα περιεχόμενο που μιλούσε για το συνολικό σχέδιο της αντιεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, για τον αυριανό εργαζόμενο. Μιλούσε από τη στρατηγική της Λισσαβόνας, μέχρι τις απανωτές διακηρύξεις της Μπολόνια, του Βερολίνου, του Μπέργκεν και πόσων άλλων εξ Ε.Ε προερχόμενων. Μιλούσε για τη σύνδεση των πανεπιστημίων με τις εταιρείες και τα «έβαζε» με τα ερευνητικά. Με αυτή την έννοια δεν ήταν ακριβώς ‘πανεκπαιδευτικό’ το κίνημα τότε. Οι καθηγητές που μπλοκάραμε τα ερευνητικά τους μας μισούσαν και τους μισούσαμε κι εμείς. Δεν αφήσαμε έξω από την κριτική μας τη μπίζνα τους προκειμένου να είναι το κοινό μας μέτωπο πιο αραγές και πιο μεγάλο και καλά κάναμε.
Επίσης το ‘06-‘07 δεν ήταν υπόθεση μόνο του ‘06-‘07 και αυτό αναδεικνύει τη σημασία των «παρακαταθηκών» που λέμε και καμιά φορά κοροϊδεύουμε ως κάτι το μη χειροπιαστό και άμεσο. (Εδώ είναι που θα έρθει η δική μου προσωπική ιστοριούλα, που ξεδιάλυνε στην εκδήλωση της περασμένης Παρασκευής. Σε κάποια πορεία έχασα μέσα στην αναμπουμπούλα το παπούτσι μου. Αποτέλεσμα ήταν ότι κατέληξα ξυπόλητη με κάτι συντρόφισσες στο Μοναστηράκι να πάρω κανένα ζευγάρι σανδάλια, αφού το παπούτσι δεν το βρήκα και οι εν δυνάμει πρίγκηπες είχαν διαλυθεί από τα άπειρα δακρυγόνα και το ξύλο των ΜΑΤ. Είδα εκείνο το παπούτσι την Παρασκευή στις φωτογραφίες της εκδήλωσης και κατάλαβα πως δεν ήταν το 2001 με την ανωτατοποίηση των ΤΕΙ, ούτε το 2003 με τα αντιπολεμικά, ούτε με τον ΔΟΑΤΑΠ, ούτε κάτι άλλο μέσα στα 7 χρόνια σπουδών μου, αλλά το Μαηούνη του ‘06). Ένα συνεχές λοιπόν, που αν κανείς δεν κοιτάξει μόνο τη φοιτητική του θητεία θα δει πως πάει ακόμα πιο πίσω στις μαθητικές κινητοποιήσεις ενάντια στον Αρσένη και το τότε Συντονιστικό, τότε που οι ίδιοι λίγο πολύ ήμασταν μαθητές. Και πιο πίσω, τότε που σαν παιδιά ακούγαμε συγκλονισμένοι για τη δολοφονία του Τεμπονέρα για να μιλήσουμε μόνο για αυτά που ζήσαμε και μην πάμε ακόμα πιο πίσω στις άλλες παρακαταθήκες…
Εκτός από ένα αιχμηρό περιεχόμενο, αυτό που είχε το τότε κίνημα και που το μετέτρεψε σε νικηφόρο και ταυτόχρονα σημείο καμπής στην ιστορία των κινημάτων της γενιάς μας, είναι νομίζω, ότι σε αντίθεση με τη σημερινή ξεχαρβαλωμένη εν πολλοίς μνημονιακή κατάσταση, τότε είχαμε κάτι να υπερασπιστούμε. Η λέξη υπεράσπιση είναι ισχυρή λέξη. Σου δίνει κάτι χειροπιαστό για το οποίο να παλέψεις. Κάτι που το ξέρεις και δε θέλεις να το χάσεις. Και αυτό ήταν το πτυχίο. Ισχυρό και ακέραιο. Όχι σαν π.χ τη σύνταξη που ήδη από το 2000 ακόμα προ Ολυμπιάδας φαντάσου, μου έλεγαν μεγαλύτεροι οικτίροντας τη γενιά μας ‘σιγά μη πάρετε εσείς σύνταξη…’. Το ενιαίο πτυχίο ήταν κάτι για το οποίο άξιζε να παλέψεις.
Σήμερα, αν είναι να πάει κάπου αυτή η κουβέντα για εκείνα τα παιδιά, για εμάς, νομίζω πως πρέπει με θάρρος να κατονομάζουμε αυτό με το οποίο θα αναμετρηθούμε. Κι ας φαντάζει μεγαλύτερο από το μπόι μας. Κι ας δημιουργεί ερωτήματα και αβεβαιότητες για το μέλλον. Και τότε έτσι ήταν. Μια ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που εφαρμοζόταν παντού και που για τους εαυτούς μας αναλάβαμε την ιστορική ευθύνη να πάρουμε το ρόλο του γαλατικού χωριού για όσο μας βγάλει. Και μας έβγαλε. Το ότι προλάβαμε και πιάσαμε κάποιες δουλειές με καλύτερους όρους, το ότι ξενιτευτήκαμε με πτυχία που μετράνε, το ότι δεν πληρώσαμε δίδακτρα επί πόσα χρόνια, το ότι χαρήκαμε στο τέλος τέλος τα χρόνια των σπουδών μας και δεν τρέχαμε όπως εκείνοι οι καημένοι οι Γερμανοί και Γάλλοι ερασμίτες, αλλά αντίθετα άλλοι από μας δούλεψαν, άλλες έκαναν ταξίδια, άλλοι μπαλέτο και άλλες αραβικά, όφελος ήταν.
Το δεύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να ορίσουμε τι αξίζει σήμερα να υπερασπιστούμε. Αυτό μπορεί να είναι πιο δύσκολο. Ενδεχομένως να μη βρούμε και πολλά. Ποιος θέλει να έχει σχέση με την πασοκίτικη λαμογιά που άνθισε μαζί με τη βιολογική ζωή μας, ποιος θέλει να επιστρέψουμε στο –δήθεν- καλό 2004 ή στη δεκαετία του ‘90? Ποιος θέλει να υπερασπιστεί ένα παρελθόν που ναρκοθετούσε ευθέως το μέλλον, όχι επειδή «μαζί τα φάγαμε», αλλά επειδή σε αυτό το παρελθόν έμπαιναν οι βάσεις της πιο άγριας μελλοντικής εκμετάλλευσης και καταλήστευσής μας για να σωθούν άλλοι από εμάς, τη κοινωνική πλειοψηφία?
Οπότε θα χρειαστεί να δούμε τι θέλουμε να δημιουργήσουμε την εποχή που είναι απαραίτητη η μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση των δυνάμεων που “τα βλέπουν”, που δεν υπεκφεύγουν, που δεν είναι πίσω από την εποχή τους, που δεν αρνούνται τον ιστορικό τους ρόλο, είτε από ηττοπάθεια, είτε από εκλογικές ή άλλου είδους αυταπάτες. Γιατί αν τo 2008 έδειξε πως δεν αρκεί να γκρεμίζεις αν δεν έχεις κάτι να προτείνεις, οι πλατείες έδειξαν το αντίστροφο. Πως δεν αρκεί να προτείνεις χωρίς να κάνεις ρήξεις. Το δημοψήφισμα πώς δεν αρκεί να λες ΟΧΙ αν δεν μπορείς να το διασφαλίσεις και πάλι αν δεν έχεις τα δικά σου ΝΑΙ. Έχουμε ήδη τόσα διδάγματα στη 30+ ζωή μας. Κλείνω αυτές τις μερικές σκέψεις με το μυαλό στο από δω και πέρα και καλύτερα στο από δω και πάνω, που θα δανείσει τον τίτλο και στο κείμενο αυτό, με τη σιγουριά πως είναι τόσο δύσκολο να το επιχειρήσουμε όσο μέχρι να αρχίσουμε. (…Απο δω και πάνω σταματώ τις προσευχές, από δω και πάνω δε φοβάμαι.)