Για να γίνει η αυτοκριτική του χθες δύναμη για τις ανατροπές του αύριο

(με αφορμή την εκδήλωση του K-LAB για το φοιτητικό κίνημα 2006-2007)

Στα πλαίσια της συζήτησης που πήρε την πρωτοβουλία να διοργανώσει το k-lab την Παρασκευή 10/2 («Πες μου τι γίνεται μ’ εκείνα τα παιδιά… Το φοιτητικό κίνημα του 06-07: Νοσταλγία ή παρακαταθήκη για το μέλλον»), απευθύναμε κάλεσμα για τη συνέχιση του διαλόγου αυτού, μέσα από κείμενα συμβολής, από ανθρώπους που είτε έκαναν παρεμβάσεις, είτε σκόπευαν να κάνουν αλλά δεν μπόρεσαν λόγω χρόνου, και φυσικά σε όποιον και όποια ενδιαφέρεται να συμβάλλει. Στόχος μας είναι η συγκρότηση ενός σχετικού φακέλου στο site, καθώς και η διερεύνηση της δυνατότητας μιας σχετικής έκδοσης. Σε αυτό το πλαίσιο, τις επόμενες μέρες θα δημοσιεύουμε σταδιακά τα κείμενα συμβολής που λαμβάνουμε. Ακολουθεί το κείμενο του Γιάννη Τσίκολη.

Συντρόφισσες και σύντροφοι μάλλον αργήσαμε να ενηλικιωθούμε. Αργήσαμε να μεγαλώσουμε και να κατανοήσουμε αλλά κυρίως να ομολογήσουμε τις προ δεκαετίας αντιφάσεις μας. Και μαζί με τις υπόλοιπες γενιές καλούμαστε από την επτάχρονη μνημονιακή πραγματικότητα να υπερβούμε τα σύγχρονα αδιέξοδα. Τόσο αυτά που μας έχει επιβάλλει η κρίση σε προσωπικό επίπεδο, όσο και αυτά που μας έχουν φορτώσει οι πολιτικοί μας χώροι: αυτό είναι και το νόημα της οποιασδήποτε εκδήλωσης – αναστοχασμού για το παρελθόν. Η εκδήλωση αυτή ήταν -και συνεχίζει να είναι- μία εξαιρετική ευκαιρία να δούμε τις αδυναμίες μας, τις δυνατότητές μας, τις δομές του φοιτητικού κινήματος τότε και σήμερα, τα αίτια των εξάρσεων και υφέσεων του, τα όρια του Πανελλαδικού Συντονιστικού και των τοπικών αγώνων, τους λόγους που δε συνδεθήκαμε επαρκώς με ευρύτερους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες. Και ενώ τα εχέγγυα υπήρχαν, η διάθεση υπήρχε, το αμφιθέατρο γέμισε και το στήσιμο της κουβέντας από τους διοργανωτές ήταν ειλικρινά αυτό που λέμε “από τα κάτω”, πολλές τοποθετήσεις θύμισαν μέτριο συντονιστικό ΕΑΑΚ (σε πολύ πιο ήπιο κλίμα). Και για να μην παρεξηγηθεί η (αυτο)κριτική ας γίνουν σαφείς δύο παραδοχές. Αφενός πως για μία συζήτηση που δεν έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα δεν φταίει αυτός που την προκαλεί αλλά αυτοί που την διεξάγουν, αφετέρου πως η κριτική ετούτη δεν χρεώνει στο χώρο της αριστεράς που εκφράστηκε στην εκδήλωση, αρνητικό ρόλο στις εξελίξεις, αλλά αδυναμία ουσιαστικής και βαθιάς αυτοκριτικής. Απολύτως κατανοητή λοιπόν είναι η φόρτιση, η συγκίνηση, η κούραση, ακόμη και η αυτοαναφορικότητα πολλών τοποθετήσεων και κειμένων. Άλλωστε “τίποτα το ανθρώπινο δεν μας είναι ξένο” ή τουλάχιστον δεν πρέπει να μας είναι ξένο. Η συμβολή του κειμένου αυτού ωστόσο αφορά σε μία καθαρά πολιτική αναζήτηση.

Να υπερβούμε για αρχή την γενικώς αποδεκτή διαπίστωση ότι “δεν τα κάναμε όλα σωστά” και να κάνουμε ταμείο. Μετρώντας όμως, όχι αναμασώντας κλισέ του τύπου “οι αγώνες μπορούν να νικήσουν”, “το κίνημα του 2006-07 ήταν μία τομή” κοκ. Θα πραγματευτώ εδώ, ως συμβολή στη συζήτηση που άνοιξε μία όμορφη και ενδεικτική τοπική ιστορία από τις μάχες που δώσαμε τότε και μία γνώμη για την μεγαλύτερη προβληματική που αντιμετώπισε το κίνημα εκείνο. Τελευταίο στοιχείο επί της μεθοδολογίας: βρισκόμαστε σε σκοτεινά για την αριστερά χρόνια, άρα χρήσιμο είναι να λέμε αυτό που πιστεύουμε ολόκληρο, να μιλάμε επί του συγκεκριμένου, να αποφεύγουμε τις συνοπτικές αφηγήσεις καταστάσεων που δεν συνάπτονται και το βλέμμα μας να είναι στραμμένο στις μάζες, στον απλό κόσμο που δεν μοιράζεται τις αναπαραστάσεις μας. Άλλωστε η πολιτική διάθεση των μαζών είναι ο πιο κρυστάλλινος καθρέφτης όπου μπορεί η αριστερά να κοιτάξει τα ωραία της τα μάτια. To the point λοιπόν.

Ως πρωτοετής φοιτητής και πρώιμο μέλος του σχήματος της Αριστερής Ενωτικής Παρέμβασης – ΕΑΑΚ στο Ρέθυμνο, ήρθα σε επαφή με την υπόθεση του καθηγητή Στέλιου Αλεξανδρόπουλου. Ο τελευταίος, ξεκινάει το 2005 έρευνα για τα κριτήρια εισαγωγής στα μεταπτυχιακά του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης, όπου με την συνοχή του τότε κυρίαρχου καθηγητικού κατεστημένου σουλατσάριζαν με ρουσφέτια στελέχη της ΠΑΣΠ, συγγενείς υποψήφιων βουλευτών του κραταιού τότε ΠΑΣΟΚ στην Κρήτη. Ο Στέλιος Αλεξανδρόπουλος λόγω αυτής της έρευνας, έρχεται αντιμέτωπος με την πιο διαπλεκόμενη καθηγητική κλίκα και παραπέμπεται (παράνομα) σε πειθαρχικό συμβούλιο από (για την ιστορία θα αναφέρω συγκεκριμένα) τον πρύτανη Παλλήκαρη, τον αντιπρύτανη Λάβδα, τον πρόεδρο του τμήματος πολιτικής επιστήμης Κοτρώγιαννο και την υπεύθυνη μεταπτυχιακών του τμήματος Μενδρινού. Η πίεση που δέχθηκε μπροστά στο ενδεχόμενο να χάσει τη δουλειά του και η απομόνωση την οποία του επέβαλλαν οι παραπάνω ήταν καταλυτικές για την αδύναμη δυστυχώς καρδιά του η οποία σταμάτησε από επεισόδιο με το που βγήκε από γενική συνέλευση καθηγητών του τμήματος την άνοιξη του 2006.

Ξεσπάει αμέσως σκάνδαλο και μαζί με τα εκπαιδευτικά αιτήματα στην πρώτη συνέλευση το σχήμα της ΑΕΠ και άλλες αριστερές δυνάμεις βάζουν στο πλαίσιο αφενός την παραίτηση της εν λόγω κλίκας και κυρίως του πρύτανη Παλλήκαρη, και πολιτικό ζήτημα αφετέρου να σταματήσει κάθε αλισβερίσι και διαπλοκή μεταξύ φοιτητών και καθηγητών. Στο πλαίσιο των καταλήψεων του 06-07 στο Ρέθυμνο υπήρχε πάντοτε και το αίτημα της παραίτησης και καταδίκης της “πρυτανείας της διαπλοκής”.

Μία άλλη ιστορία εκτυλίσσεται πάνω κάτω την ίδια εποχή, με τον πρύτανη Καραμπίνη ο οποίος ιδιωτικοποίησε την σίτιση στην λέσχη του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και μήνυσε φοιτητές που χτίσανε την πόρτα του γραφείου του σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Η συνέλευση του συλλόγου στην Ξάνθη είχε δώσει αγώνες για τη δικαίωση των διωκόμενων φοιτητών και στα πλαίσιά του είχε ένα αντίστοιχο μπούλετ για την παραίτηση του πρύτανη.

Σε εκείνη ακριβώς τη στιγμή, οι φοιτητές στο Ρέθυμνο συναντήθηκαν πρώτη φορά με το βάθος της δύναμης του κινήματος του 06-07: το “πλαίσιο του πανελλαδικού συντονιστικού” που ψηφιζόταν από τις φοιτητικές συνελεύσεις, συμπεριέλαβε σε εκδοχές του κειμένου -έστω σε μερικές σχολές- κάποια από τα επί μέρους αυτά αιτήματα. Και η ομορφιά αυτού του αγώνα εκφράστηκε με την εξής γεωγραφική συμμετρία: μέσα στ’ άλλα η συνέλευση των φοιτητών στην Ξάνθη ψήφισε κάποια στιγμή για την παραίτηση της πρυτανείας Παλλήκαρη στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, όταν στο Ρέθυμνο ψηφίζαμε σε αντίστοιχη συνέλευση για την παραίτηση της πρυτανείας Καραμπίνη για το Δημοκρίτειο.

Πρέπει να γνωρίζουν οι συντρόφισσες και σύντροφοι που σπουδάζουν ή σπούδασαν στις δύο πρωτεύουσες ότι για τους φοιτητές στην επαρχία η αντίστιξη αυτή είχε εξαιρετική σημασία. Το σχήμα του Ρεθύμνου αποτίμησε με σιγουριά πως η υπόθεση Αλεξανδρόπουλου και η πανελλαδικότητα που πήρε το θέμα μας τροφοδότησε τοπικά με ανεξάντλητα σχεδόν κινηματικά “καύσιμα”. Ήταν πλέον δυνατό να πείσουμε το πάλαι ποτέ “καταπράσινο” φοιτητικό αμφιθέατρο να δώσει μέχρι τέλους αυτή τη μάχη, ακριβώς λόγω της διαδεδομένης στο φοιτητικό κόσμο αντίληψης πως είμαστε κομμάτι ενός κινήματος που συμπεριλαμβάνει τοπικά ζητήματα αναβαθμίζοντάς τα σε ένα ευρύτερο, πανελλαδικό πλαίσιο. Παλεύαμε για κάτι που αφορούσε άμεσα περισσότερους ανθρώπους απ’ όσους θα γνωρίζαμε ποτέ. Άλλωστε βασιζόμασταν στην ισχυρότερη “υπερδομή” που έχει στήσει το φοιτητικό κίνημα την τελευταία δεκαπενταετία.

Οποιαδήποτε ιστορική, πολιτική ή κοινωνιολογική μελέτη του κινήματος εκείνου πρέπει να βλέπει πρώτα το Πανελλαδικό Συντονιστικό Συνελεύσεων και Καταλήψεων. Αυτά τα γεμάτα δακρυγόνα μαζέματα και οι σχεδόν άναρχες συζητήσεις χιλιάδων φοιτητών στο Πολυτεχνείο μετά τις πορείες, κατοχύρωσαν μια πανελλαδική πολιτική επικοινωνία μεταξύ των συνελεύσεων. Αντιφατικά μεν, με πραγματικούς όρους δε. Στην εξέλιξή τους κατοχύρωσαν και την ύπαρξη ενός οργάνου, το οποίο υπερέβαινε τις παρατάξεις, τους ανένταχτους, τον Πρετεντέρη και τα παπαγαλάκια της κυβέρνησης μέσα και έξω απ τις σχολές. Το πλαίσιο του οργάνου αυτού ψηφιζόταν ακόμη και από συνελεύσεις σε αντιδραστικά ΤΕΙ της επαρχίας από οποιονδήποτε και να το κατέβαζε, μαζί με πρόταση κατάληψης. Το Πανελλαδικό Συντονιστικό Συνελεύσεων και Καταλήψεων ήταν η καρδιά, ο εγκέφαλος και η φωνή της σπουδάζουσας νεολαίας του 2006-07 και στο διάστημα που διατηρούσε αυτές τις ιδιότητες, παντοδύναμο. Η ΕΑΑΚ και λιγότερο η ΠΚΣ, ήταν οι κύριοι υπεύθυνοι τόσο της σύστασης και λειτουργίας, όσο και των ορίων του.

Την εποχή εκείνη (Μάρτιος 2007) τα μπλοκ αγώνα και οι καταλήψεις είχαν αρχίσει στην περιφέρεια και τις πιο αντιδραστικές σχολές της πρωτεύουσας να φθίνουν. Τα πολιτικά ερωτήματα σιωπούσαν πιο εκκωφαντικά από ποτέ: πόσο θα διαρκέσουν οι καταλήψεις; τι θα βγει από αυτές σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο; αν και όταν τελειώσουν, ποιο πολιτικό απαύγασμα θα αφήσουν στα φοιτητικά αμφιθέατρα; Θα συνεχίσει να υπάρχει το συντονιστικό όταν το κίνημα πέσει κάποια στιγμή σε ύφεση; Θα συνεχίσουν να δίνονται αγώνες σε ανοιχτές σχολές; Μπορούμε να κάνουμε τους αγώνες μας να διαρκέσουν μετά τις καταλήψεις;

Οι έτερων αφετηριών τοποθετήσεις που καταλήγουν στο ότι δεν υπήρχε αντικειμενική δυνατότητα να υιοθετηθεί μία προωθητική γραμμή πέραν της υφιστάμενης, είναι τόσο άχρηστες σήμερα όσο και τότε. Υπήρξαν απόπειρες να απαντηθούν κάποια από τα ερωτήματα και η πιο ολοκληρωμένη ήταν η εξής: Να πάρουν οι πρωτοπόρες δυνάμεις του κινήματος την πολιτική πρωτοβουλία αναβάθμισης του Παννελαδικού Συντονιστικού Συνελεύσεων και Καταλήψεων σε μόνιμο όργανο του φοιτητικού σώματος στη βάση της αιρετότητας, της αναλογικότητας και της ανακλητότητας από τις γενικές συνελεύσεις των φοιτητών. Οι συνελεύσεις δηλαδή να εκλέγουν αντιπροσώπους αναλογικά με την μαζικότητά τους, οι αντιπρόσωποι αυτοί να πηγαίνουν στις διαδικασίες του Πανελλαδικού Συντονιστικού, να ψηφίζουν για κάθε μικρό και μεγάλο ζήτημα και γυρνώντας να είναι υπόλογοι και εν δυνάμει ανακλητοί από τις συνελεύσεις τους. Αυτή η πολιτική γραμμή στην εφαρμογή της, -που για την ιστορία ας αναφερθεί πως κατατέθηκε από μικρές οργανώσεις τις αριστεράς και κάπως ψηλαφίστηκε από την ΠΚΣ- θα είχε μετρήσιμα αποτελέσματα:

  • Θα μπορούσε να διασφαλιστεί η συνέχιση της λειτουργίας των συνελεύσεων σε αντιδραστικές ή επαρχιακές σχολές, καθώς το ερώτημα “τι θα πούμε στο Συντονιστικό;” θα απαιτούσε απάντηση σε κάθε κρίσιμη πολιτική συγκυρία έκτοτε.

  • Θα έδινε τη δυνατότητα στο φοιτητικό κίνημα να συζητάει σε πανελλαδικό επίπεδο με μετρήσιμους όρους στα πρότυπα της αμεσοδημοκρατικότερης δυνατής δομής, ξεκαθαρίζοντας το χάος στο οποίο διαβιούσε η λειτουργία του Πανελλαδικού Συντονιστικού.

  • Θα έφερνε σε συλλόγους της περιφέρειας, που αποτελούν την πλειοψηφία του φοιτητικού κόσμου, ισοδύναμη – αναλογική δυνατότητα λήψης πανελλαδικών αποφάσεων με την Αθήνα.

  • Θα έκλεινε τα στόματα κάθε κυβερνητικού παπαγάλου μέσα και έξω απ τις σχολές που λοιδορούσε το φοιτητικό κίνημα ως “μπαχαλάκηδες” και “μειοψηφίες”.

  • Θα έδινε την δυνατότητα στις πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς να γνωρίσουν και να αποτιμήσουν το πραγματικό μέγεθος της πολιτικής τους πρότασης στους φοιτητικούς συλλόγους. Αυτή η επίγνωση είναι προϋπόθεση οποιασδήποτε σοβαρής ανάγνωσης των συμβάντων στη σπουδάζουσα νεολαία και χρήσιμος χάρτης αυτοκριτικής και κριτικής.

  • Θα ενέτεινε το αίσθημα της πανελλαδικότητας των φοιτητικών διεκδικήσεων σε περιόδους κινηματικής ύφεσης. Πολιτικές γραμμές που δεν βάζουν μόνο καταλήψεις αλλά και διαφορετικές μορφές πάλης θα μπορούσαν να υλοποιηθούν σε ευρύτερο επίπεδο.

  • Θα πριμοδοτούσε μέσα στις σχολές τις δυνάμεις που τοποθετούνταν με τις συνελεύσεις σε αντιπαράθεση με την γραφειοκρατία των Διοικητικών Συμβουλίων όπου κυριαρχούσαν ΠΑΣΠ-ΔΑΠ.

  • Θα εφάρμοζε την ουσία του αιτήματος “Όλη η εξουσία στις γενικές συνελεύσεις” δημιουργώντας παράλληλα ένα δημοκρατικότερο όργανο στη θέση της ΕΦΕΕ, που θα μπορούσε να παίξει τον θετικό ρόλο που ιστορικά έχει αυτή παίξει σε παλιότερες εποχές (και θα ξεμπερδεύαμε με το -κάποτε επιεικώς ψεύτικο, τελευταία επιεικώς ηλίθιο- δίπολο στα διήμερα ΕΑΑΚ και αναπαράγεται μπας και στρατευτεί κάνας δευτεροετής στις οργανώσεις).

  • Θα έβαζε ανένταχτους φοιτητές στη διαδικασία άσκησης πολιτικής με συγκεκριμένα πολιτικά καθήκοντα σε τοπικό και πανελλαδικό επίπεδο, αναπτύσσοντας μία δυναμική δραστηριοποίηση που θα ξεπερνούσε τις παρατάξεις και σχήματα. Με λίγες λέξεις: θα μπορούσε οποιοσδήποτε να κάνει πολιτική.

  • Θα δημιουργούσε μία δομή η οποία θα ήταν δυνατόν (υπό τον όρο ότι συνεχίζουν να υπάρχουν δυνάμεις της μαχόμενης αριστεράς) να ενεργοποιείται σε κάθε κινηματική καμπή, με ότι αυτό συνεπάγεται για τη συμμετοχή της σπουδάζουσας νεολαίας στα μετέπειτα κινήματα.

Συντρόφισσες και σύντροφοι, το κίνημα 2006-2007 ήταν για μας μια πολύ σημαντική παρακαταθήκη στη συγκρότησή μας. Οφείλουμε ακριβώς γι αυτό το λόγο να κατανοήσουμε και επιτέλους να ομολογήσουμε τις ελλείψεις και τα λάθη μας. Να κάνουμε μια ειλικρινή αυτοκριτική με δεδομένο το ότι το πανεπιστήμιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχεδόν εξ’ ολοκλήρου υλοποιήθηκε, όπως τονίστηκε στις περισσότερες τοποθετήσεις της εκδήλωσης. Σε τελική ανάλυση δεν το οφείλουμε στους εαυτούς μας αλλά σε μια άλλη μερίδα ανθρώπων.

Αναφέρομαι στα “άλλα”, όντως κανονικά παιδιά, που μας στήριξαν ενώ ποτέ δεν στρατεύτηκαν στα σχήματα και τις οργανώσεις μας, που στα σπίτια τους βρίσκαμε ένα αναγκαία απολίτικο καταφύγιο μετά τα 18άωρα συντονιστικά και τα 12άωρα σχήματα, που κάποιες φορές μίλησαν στις συνελεύσεις και “τις πήραν” μόνοι και μόνες τους, που συμμετείχαν από λίγο εώς πολύ στα μετέπειτα κινήματα, που δεν τα πείσαμε να στηρίξουν την επαναστατική αριστερά και ψήφισαν το Γενάρη του 2015 ΣΥΡΙΖΑ, που τσακώθηκαν με συγγενείς και φίλους στο δημοψήφισμα και στήριξαν παθιασμένα το ΟΧΙ με την ελπίδα πως τα πράγματα θα αλλάξουν. Εκείνα τα παιδιά που εδώ και τόσα χρόνια μας αγαπάνε προσωπικά, αλλά πολιτικά έχουν σιχαθεί την ανεπάρκεια, τον ναρκισσισμό, την αυτοαναφορικότητα και τον αριστερισμό μας. Απέναντι στα “άλλα παιδιά” λοιπόν οφείλουμε να διορθώσουμε αναδρομικά το μέλλον μας, ούτε θάβοντας, ούτε αγνοώντας, ούτε νοσταλγώντας, ούτε μυθοποιώντας τομές όπως το κίνημα του ‘06-07, αλλά αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη όσων δεν έγιναν και έπρεπε να γίνουν. Άλλωστε όπως συμβαίνει και στην προσωπική ζωή, έτσι και στην πολιτική, οι καμπές της ιστορίας θα μας φέρουν ξανά αντιμέτωπους με το παρελθόν.

Επειδή έχουμε πάθει πλέον αλλεργία στα τσιτάτα, θα κλείσω με την παράθεση κομματιού της τοποθέτησης της Χ, τριτοετούς ανένταχτης φοιτήτριας του Παιδαγωγικού στο Ρέθυμνο κατά την τελευταία, νικηφόρα συνέλευση του Ιούνη του 2006, όπου με αφοπλιστική ειλικρίνεια και φυσικότητα είπε: “Δεν καταλαβαίνω γιατί η ΔΑΠ κάνει τέτοια επίθεση στην Κατάληψη. Τα παιδιά εδώ κάναν εκδηλώσεις, κάναν συζητήσεις, κάναν αντιμαθήματα, οργάνωσαν πολιτιστικά δρώμενα, ήταν ένας γεμάτος και ουσιαστικός αγώνας… (μικρή αμήχανη παύση) εδώ και ένα μήνα έχω γίνει άλλος άνθρωπος”. Ομολογώ πως την υπόλοιπη τοποθέτηση δεν την άκουσα. Έφυγα από την αίθουσα επειδή ήμουν 19 χρονών αριστεριστής και ντρεπόμουν να με δουν δακρυσμένο. Απέναντι στα “άλλα παιδιά” λοιπόν, απέναντι στην κάθε Χ, βρίσκεται κάθε ιστορικό χρέος που έχουμε.