Λίγο περισσότερο από ένα χρόνο πριν στο πρώτο μας editorial ως k–lab σημειώναμε: «(…) είμαστε σε ένα οριακό σημείο, όπου η δική μας γενιά δεν μπορεί να σωπάσει, να παραιτηθεί ή να παραδοθεί στην εσωστρέφεια και την αορατότητα. Αυτό που όλες και όλοι συζητούν χαμηλόφωνα καιρό τώρα, ως αγωνία, δυνατότητα, αμφιβολία ή κραυγή, πρέπει και μπορεί να γίνει σήμερα φωνή (…) Καλούμαστε να αναλάβουμε από κοινού την ευθύνη μιας θετικής υπέρβασης της ήττας. Να ανακαλύψουμε και πάλι την αριστερή πολιτική ως μια εν δυνάμει ενοποιητική δυναμική, όχι πια για μια, έστω και καλύτερη, ήττα, αλλά με τη φιλοδοξία της νίκης».
Στις πολλές συζητήσεις, που προηγήθηκαν και κυρίως ακολούθησαν εκείνο το πρώτο editorial καταλάβαμε ότι συνεχώς στροβιλιζόμαστε γύρω από αυτό το ερώτημα και αυτή την προσπάθεια: την ανακάλυψη και πάλι (και από κοινού) της ριζοσπαστικής ταυτότητας, της αριστερής πολιτικής ως μια εν δυνάμει ενοποιητική, και νικηφόρα, δύναμη. Και στην διαδρομή αυτή (γιατί ως διαδρομή την αντιμετωπίζουμε) αναγνωρίσαμε και αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν «στιγμές» όχι ως απλά στίγματα στο χρόνο αλλά ως σημεία με το δικό τους (σημαντικό) ποιοτικό φορτίο.
Μια τέτοια «στιγμή» ήταν για εμάς το κίνημα του 2006-2007: Ένα σημείο τομής τόσο για τη νεολαία και το φοιτητικό κίνημα, όσο και για μια ολόκληρη γενιά, η οποία συμμετείχε σε αυτό, πολιτικοποιήθηκε, και αποτέλεσε σημαντικό τμήμα των ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών που ακολούθησαν, ξεκινώντας από την εξέγερση του Δεκέμβρη του ‘08 και με κορύφωση στα κινήματα κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Γίνεται συχνά πολύς λόγος για εκείνη την «περίφημη» γενιά του ‘06-‘07, που σήμερα βρίσκεται λίγο πάνω ή λίγο κάτω από τα 30, ως τμήμα μιας νεολαίας που πολιτικοποιήθηκε μέσα από μία από τις πιο σπουδαίες διεργασίες του κινήματος, και εξακολούθησε να αποτελεί πυρηνικό του κομμάτι, όπως και της αριστεράς, στα χρόνια που ακολούθησαν. Χρησιμοποιούμε και εδώ τον όρο «γενιά» παρά τον σχετικό και αντιφατικό του χαρακτήρα, επιδιώκοντας να δώσουμε έμφαση στους κοινούς κοινωνικοπολιτικούς όρους ένταξης, τα κοινά βιώματα, τις κοινές συλλογικές πρακτικές και εμπειρίες, τις συγκρούσεις και τις διαφωνίες, τις κοινότητες αυτές που διαμορφώνουν τελικά μια εξελισσόμενη ταυτότητα. Κατά κανένα τρόπο δεν επιδιώκουμε να αποθεώσουμε, ούτε να επάγουμε νέους διαχωρισμούς – μάλλον το αντίθετο. Επιδιώκουμε όμως να κατανοήσουμε, ως αναγκαίο βήμα για τη συνέχεια.
Ταυτόχρονα, η γενιά αυτή πολλές φορές αναφέρεται ως «χαμένη»: ή εναλλακτικά, ως μια γενιά που διαψεύδει και διαψεύδεται, που δε στέκεται στο ύψος των περιστάσεων αλλά και νιώθει ότι δεν χωράει στα δεδομένα πλαίσια του ευρύτερου πολιτικού περιβάλλοντος και της υπαρκτής αριστεράς. Μέσα σε ευρύτερες πολιτικές διεργασίες και ανακατατάξεις, ένα τμήμα της αποστασιοποιείται, παραμένοντας ωστόσο ιδιαζόντως ενεργό στις κινηματικές εξάρσεις – κάτι που έγινε φανερό σε όλες τις κορυφαίες καμπές της ταξικής πάλης, στις οποίες πρωταγωνίστησε: την εξέγερση του Δεκέμβρη του ’08, τις απεργίες, τις μεγαλειώδεις πορείες του ‘10-‘11 με κορύφωση στις 12 Φλεβάρη του ‘12, στις πλατείες, αλλά και σε εκείνη τη μαγική βδομάδα του δημοψηφίσματος. Ένα τμήμα της μεταναστεύει, αντιμέτωπο με προσωπικά (αλλά και πολιτικά) αδιέξοδα – αλλά παραμένει με το βλέμμα στην Ελλάδα και τα χέρια έτοιμα να κλείσουν εισιτήρια για πίσω κάθε φορά που κάτι κινείται. Ένα τμήμα της παραμένει λιγότερο ή περισσότερο ενεργό στα πλαίσια της υπάρχουσας αριστεράς, αλλά αμφισβητεί και αμφιβάλλει, λιγότερο ή περισσότερο, για τις επιλογές και τις πορείες της. Και όλες/οι επικοινωνούν με έναν περίεργο τρόπο, με εκείνα τα αόρατα βλέμματα και τους υπόγειους δεσμούς, ακόμα κι αν βρίσκονται σε διαφορετικούς χώρους, επιλογές, μονοπάτια.
Σε κάθε περίπτωση και σε τελική ανάλυση, έχουμε συναίσθηση των ορίων της καμπής του ’06-’07 λόγω μιας σειράς παραγόντων (απουσία συγκεκριμένων τμημάτων της νεολαίας, διαφορετική μάκρο- και μίκρο- κοινωνικοπολιτική συγκυρία, αγώνας σε έναν κοινωνικό χώρο -αν και με προσπάθειες υπέρβασής του- κλπ) και δεν θεωρούμε ότι αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει ένα manual ριζοσπαστικής πολιτικής στη βάση μιας απλής μίμησης ή/και επανάληψης στο σήμερα. Ταυτόχρονα όμως εκτιμούμε ότι η ριζοσπαστικοποίηση (ποσοτικά και ποιοτικά), οι εμπειρίες, κάποια από τα πυρηνικά πολιτικά στοιχεία που της έδωσαν τη δυνατότητα να γεννηθεί και εν τέλει οι πρωτοπορίες που δραστηριοποιήθηκαν και αναπτύχθηκαν με διαφορετικές ταχύτητες εντός της, αποτελούν –αν και σε κρίση- παρακαταθήκη με περαιτέρω δυναμική σήμερα.
Σε αυτή τη βάση πιστεύουμε ότι τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του κινήματος του ‘06-‘07 έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ιδιαίτερη πολιτικοποίηση αυτής της γενιάς. Αυτό που θέλουμε να ψηλαφίσουμε, ως αφετηρία (και κατά κανένα τρόπο ως κλείσιμο αυτής της συζήτησης), είναι:
-
Τι συμβαίνει με αυτή τη γενιά πολιτικοποίησης που τώρα βρίσκεται γύρω από τα 30, τόσο όσον αφορά τα πιο προωθημένα τμήματα που δραστηριοποιήθηκαν στο φοιτητικό κίνημα και την εξέγερση του ’08, όσο και άλλα τμήματα που με διάφορους τρόπους ενεπλάκησαν σε εκείνα τα γεγονότα; Που βρίσκεται το επίπεδο συζήτησης εντός της 10 χρόνια μετά, ποια είναι τα κυρίαρχα ρεύματα σκέψης και δράσης, πως μπορεί να σκιαγραφηθεί η κοινωνική της κατάσταση;
-
Είναι ακόμη ενεργά τα στοιχεία που έμοιαζαν να αποτελούν τα κύρια συγκροτησιακά στοιχεία εντός της; Τι διαφορετικό είχε το κίνημα του ‘06-‘07 σε σχέση με ό,τι είχε προηγηθεί και πώς επενέργησε στην πολιτικοποίηση αυτού του ευρύτερου δυναμικού, οδηγώντας το να αντιλαμβάνεται την πολιτική με διαφορετικό τρόπο, και ταυτόχρονα να μη “χωράει” στους παραδοσιακούς τρόπους συγκρότησης της αριστεράς όπως την ξέραμε ως τότε (και ως σήμερα);
-
Πώς αυτό φάνηκε τα επόμενα χρόνια, στα κινήματα; Υφίσταται εκείνο το χνάρι που μπορεί να επενεργήσει στη σημερινή πολιτική πραγματικότητα;
Πιστεύουμε ότι το φοιτητικό κίνημα του ‘06-‘07 αποτέλεσε ταυτόχρονα τομή και συνέχεια, σε σχέση με τα κινήματα του παρελθόντος – αλλά και του μέλλοντος. Είχε ως σημείο εκκίνησης (?) τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ‘90 (όταν το φοιτητικό κίνημα αποτέλεσε φάρο μέσα σε μια ευρύτερη κινηματική νηνεμία), αλλά και το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα των αρχών του 2000, είχε ως σημείο συγκρότησης τις πολιτικές οργανώσεις μιας αριστεράς στην Ελλάδα με πολύ πιο πολιτικοποιημένα και ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά από την υπόλοιπη Ευρώπη. Ήταν, από την άλλη πλευρά, η τελευταία εμφάνιση του φοιτητικού κινήματος όπως το ξέραμε ως τότε, για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους, και σηματοδότησε την έναρξη ενός διαφορετικού τρόπου συγκρότησης των κινημάτων – όπως φάνηκε καθαρά και με την εξέγερση του Δεκέμβρη του ‘08 λίγο καιρό αργότερα. Τα συγκεκριμένα σημεία που αναγνωρίζουμε ως πρώτους θεματικούς άξονες μιας τέτοιας συζήτησης, είναι:
-
Η μαζικότητα και καθολικότητα του κινήματος: όλες οι σχολές της χώρας παρέμειναν κατειλημμένες για πολλούς μήνες, με δυο κορυφαίες στιγμές έξαρσης (Μάης-Ιούνης 2006 και Φλεβάρης-Μάρτης 2007), και με σχεδόν ολόκληρο το φοιτητικό σώμα να ενοποιείται κάτω από τα αιτήματα του κινήματος. Ταυτόχρονα, το κίνημα αυτό είχε μαζική απήχηση σε κοινωνικό επίπεδο, ενώ παράλληλα επεδίωξε να διευρυνθεί εκτός πανεπιστημίου, με τις πρωτοβουλίες ενάντια στη συνταγματική αναθεώρηση και ειδικά του άρθρου 16, την διοργάνωση εκδηλώσεων σε γειτονιές πανελλαδικά κλπ.
-
Η ριζοσπαστικότητα, στις μορφές πάλης και το πολιτικό περιεχόμενο, η κατεύθυνση της σύγκρουσης μέχρι τέλους με την κυβερνητική στρατηγική και τους κρατικούς μηχανισμούς. Παράλληλα, η έξαρση της δημιουργικότητας και της καινοτομίας γύρω από μορφές, πρακτικές και κινηματικές επιλογές. Η διαρκής ανακάλυψη μεθόδων συσπείρωσης και δημιουργικής ενεργούς συμμετοχής πλατιών αγωνιστικών μπλοκ.
-
Η μετωπική πολιτική, και η εμβάθυνση της συζήτησης γύρω από το ενιαίο εκπαιδευτικό μέτωπο, με το προχώρημα των μορφών κοινής πάλης και πολιτικού συντονισμού, στα πλαίσια όλου του εκπαιδευτικού κινήματος (μαθητικό κίνημα, απεργίες καθηγητών και δασκάλων τριτοβάθμιας αλλά και πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης).
-
Η επιμονή σε μία συνεκτική γραμμή κοινής δράσης και μετωπικής πολιτικής διαφορετικών πολιτικών δυνάμεων και αναζήτησης της ηγεμονίας εντός των διαδικασιών του κινήματος, που άλλαζε το χάρτη και τη μηχανική των μέχρι τότε πρωτοβουλιών της αριστεράς και άλλων τμημάτων του ανταγωνιστικού κινήματος. Με στοχοπροσήλωση στην κρισιμότητα της δημιουργίας μιας «κρίσιμης μάζας» ικανής να ξεκινήσει μάχες και διαδικασίες οργάνωσης, διαλόγου και δράσης ικανές να αναπτύσσονται περαιτέρω και να πλαισιώνονται από μαζικά και δυναμικά μπλοκ αγώνα. Η επιμονή στις διαδικασίες πολιτικής σύνθεσης όλων των διαφορετικών απόψεων των πολιτικών δυνάμεων που συμμετείχαν στο κίνημα, μέσα από πλούσιες, συχνά κοπιώδεις και συγκρουσιακές αλλά παραγωγικές διαδικασίες, τόσο στο εσωτερικό πολιτικών χώρων, όσο και μεταξύ διαφορετικών χώρων, με σημείο αναφοράς το πανελλαδικό συντονιστικό γενικών συνελεύσεων (και σημαντική στιγμή τη συμμετοχή και της ΚΝΕ σε αυτό). Η έμφαση στα όργανα του κινήματος σε όλα τα επίπεδα.
-
Η ιδιαίτερη σχέση με τη βία, τόσο από την πλευρά του κινήματος, όσο και η αναβάθμιση των μεθόδων καταστολής, και η οργανωμένη, αν και συχνά αντιφατική, ανταπάντηση του κινήματος.
-
Η σχέση του κινήματος με το κεντρικό πολιτικό επίπεδο, έτσι όπως τέθηκε ιδιαίτερα με άξονα την πάλη ενάντια στη συνταγματική αναθεώρηση, και τη συνάρθρωση επιμέρους και κεντρικών πολιτικών ερωτημάτων και μορφών πάλης.
-
Η αποτίμηση της συλλογικής εμπειρίας από τη σκοπιά των έμφυλων σχέσεων, καθώς αφενός η παρουσία των γυναικών υπήρξε ισχυρή τόσο στο επίπεδο διαμόρφωσης πολιτικής στρατηγικής όσο και σε εκείνο των πρακτικών δράσεων, αλλά αφετέρου, δεν αμφισβητήθηκε η επιβίωση έμφυλων ιεραρχιών, ούτε εμπλουτίστηκε ιδιαίτερα η πολιτική ατζέντα του κινήματος με φεμινιστικά χειραφετητικά αιτήματα.
-
Η συγκροτημένη πολιτική στρατηγική του κινήματος, με στοχοθεσία, καμπές, μεθοδολογία, με διάκριση και ιεράρχηση των στόχων πάλης. Κυρίως, το πρόταγμα μιας νικηφόρας στρατηγικής, με μαζικά και ταυτόχρονα συγκρουσιακά και καινοτόμα χαρακτηριστικά, ενάντια σε λογικές απλώς «δυναμικών μειοψηφιών», αλλά στη βάση της συγκρότησης μιας διεκδικητικής φοιτητικής πλειοψηφίας.
Δέκα χρόνια μετά το κίνημα του 2006-2007, είναι πολύ λίγες οι επεξεργασίες που έχουν γίνει για την περίοδο εκείνη, από τα ίδια τα υποκείμενα του αγώνα, και από τους πολιτικούς χώρους οι οποίοι ενεπλάκησαν, χώροι που εκτείνονταν σε όλο το φάσμα της αριστεράς αλλά και σε σημαντικά κομμάτια του αναρχικού χώρου και της αυτονομίας.
Αναλογιζόμενοι/ες τα παραπάνω, θέλουμε να ξεκινήσουμε μια συζήτηση γύρω από τους παραπάνω – και άλλους – άξονες, προτάσσοντας τη συμμετοχή όλων όσων πήραν ενεργό μέρος στο κίνημα του ’06-’07, από διαφορετικούς χώρους και ανεξάρτητα από το πού βρίσκονται τώρα, όχι αγνοώντας τις διαφωνίες και τις διαφορετικές ματιές, αλλά επιδιώκοντας να βρούμε τουλάχιστον ένα κοινό πεδίο προβληματισμού.
Για το λόγο αυτό, καλούμε σε μια πρώτη εκδήλωση-συζήτηση, στις 10 Φλεβάρη, με τοποθετήσεις ανθρώπων που συνθέτουν όλο αυτό το ιδιαίτερο μωσαϊκό των συμμετοχών -της γενιάς τελικά- του ’06-’07. Επιδιώκουμε έναν ουσιαστικό διάλογο, και γι’ αυτό επιλέγουμε αυτή τη μορφή: χωρίς προκαθορισμένες εισηγήσεις καθέδρας, αλλά με σύντομες, ουσιαστικές, ενδεχομένως και βιωματικές, παρεμβάσεις, που δεν θα αγωνιούν αναγκαία να ξεδιπλώσουν, ή να αντιπαραθέσουν, συνολικές πολιτικές πλατφόρμες, αλλά θα συμβάλλουν στην πραγματική κατανόηση και εξαγωγή συμπερασμάτων, με το βλέμμα στο σήμερα. Επιμένοντας ότι εξακολουθεί και σήμερα το διακύβευμα να είναι στην ανακατασκευή εκείνου του «εμείς της ρήξης», του κοινωνικοπολιτικού μετώπου της ανατροπής στο «εδώ και τώρα», και πιστεύοντας βαθιά ότι αυτή η γενιά, με τις συνεισφορές, τις διαψεύσεις, τα όρια και τις απογοητεύσεις, αλλά και τη δύναμη και την εμπειρία της, μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στη συγκρότηση μιας στρατηγικής για την υλοποίηση του στόχου αυτό, που σήμερα μοιάζει τόσο πολύ αναγκαίος.
Η συζήτηση θα γίνει την Παρασκευή 10/2, στις 19.00 στην ΑΣΟΕΕ (Αμφιθέατρο 1). Θα ακολουθήσει πάρτι στο Ίλιον plus (Κοδριγκτώνος 17 και Πατησίων), στις 23.00.
Περισσότερες πληροφορίες και το event στο f/b μπορείτε να βρείτε εδώ.