Για τα θεωρητικά εργαλεία της στρατηγικής ανάλυσης (Μέρος 3)

Έχοντας αναφερθεί μέχρι στιγμής στην αναγκαιότητα μιας συστηματικής στρατηγικής ανάλυσης και στο στρατηγικό στόχο ως απαραίτητη αφετηρία, μένει να προχωρήσουμε στη συνέχεια της αναλυτικής μας μεθόδου. Σε ένα τέτοιο εγχείρημα, όμως, μοιραία θα προκύψει πολύ σύντομα το ζήτημα του ποια είναι τα καλύτερα θεωρητικά εργαλεία για την πληρέστερη κατανόηση του κοινωνικο-πολιτικού γίγνεσθαι και, κατ’ επέκταση, για τη χάραξη μιας ισχυρής κομμουνιστικής στρατηγικής.

Άποψή μου είναι ότι η βαθύτερη κατανόηση των κοινωνικο-πολιτικών φαινομένων δε μπορεί να προκύψει από τη χρήση μερικών θεωρητικών μοντέλων που περιγράφουν επιμέρους πεδία της κοινωνίας των ανθρώπων (π.χ. κράτος). Αντίθετα, επειδή κάθε μερική θεωρία βασίζεται –είτε το παραδέχεται είτε όχι– σε ορισμένες θεμελιώδεις οντολογικές αρχές, χρειάζεται να φτάσουμε μέχρι αυτά ακριβώς τα θεμέλια για να εξετάσουμε την εγκυρότητα κάθε επιμέρους προσέγγισης και να χτίσουμε νέες επεξεργασίες επάνω τους, όπου χρειαστεί. Με άλλα λόγια, πρέπει να επερωτήσουμε τη θεμελιώδη αντίληψή μας για τη «φύση» των κοινωνιών και των ανθρώπων, που τις αποτελούν, και να δούμε με βάση ποιο θεμελιακό σύστημα αξιωμάτων μπορούμε να ερμηνεύσουμε διεισδυτικότερα το μεγαλύτερο πλήθος των κοινωνικο-πολιτικών φαινομένων που συναντάμε στην καθημερινή και ιστορική εμπειρία.

Μέχρι και σήμερα, το συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι της κομμουνιστικής αριστεράς υιοθετεί τις βασικές θεωρητικές αρχές μιας από τις εκδοχές του μαρξισμού. Πιστεύω, όμως, ότι ο μαρξισμός είναι ανεπαρκής για την ανάλυση των ιδεολογικο-πολιτικών συμπεριφορών σε μια κοινωνία· κάτι που γίνεται όλο και πιο φανερό στις μέρες μας, καθώς η διεθνής οικονομική και γεωπολιτική κρίση συνοδεύεται από φαινόμενα, που δε μοιάζουν στους συνηθισμένους ταξικούς ανταγωνισμούς του παρελθόντος. Συνεπώς, τα φαινόμενα αυτά, συχνά φαντάζουν υπερβολικά πολύπλοκα και αδιαφανή όταν τα παρατηρούμε μέσα από ένα μαρξιστικό πρίσμα, αλλά γίνονται πολύ πιο κατανοητά, εάν τα εξετάσουμε από μια διαφορετική θεωρητική σκοπιά.

Τα όρια του κλασικού μαρξισμού και οι «λύσεις» του Αλτουσέρ

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα απ’ την αρχήσ.1 Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, ο σκοπός μου εδώ δεν είναι η συγγραφή μιας ολοκληρωμένης θεωρητικής εργασίας, συνοδευόμενης με την πρέπουσα αυστηρότητα όσον αφορά την παράθεση αποσπασμάτων και  παραπομπών. Αντίθετα, θέλω να συμβάλλω στο ευρύ άνοιγμα  μιας συζήτησης που θα δώσει το ερέθισμα για να διαβαστούν ορισμένα κείμενα θεωρητικών και –γιατί όχι– να υπάρξουν περαιτέρω θεωρητικές μελέτες και συνεισφορές. Γι΄ αυτό ζητώ την επιείκεια του/της αναγνώστη/τριας για την υπέρ του δέοντος συμπύκνωση και τυχόν παραλείψεις ή απλουστεύσεις.. Το θεμελιώδες αξίωμα του μαρξισμού λέει ότι η κοινωνία χωρίζεται σε τάξεις ανάλογα με τις σχέσεις παραγωγής που επικρατούν σε κάθε ιστορική περίοδο, και ότι αυτός ο ταξικός διαχωρισμός, ο οποίος συνεπάγεται ανταγωνιστικά ταξικά συμφέροντα, άρα και συγκρούσεις, βρίσκεται στη βάση όλων των πολιτικών και ιδεολογικών συγκρούσεων, οι οποίες αποτελούν το εποικοδόμημα μιας κοινωνίας. Αυτή η σχέση βάσης-εποικοδομήματος διατυπώθηκε αρχικά ως μια σχέση καθορισμού του δεύτερου από την πρώτη, ενώ η ιστορική κίνηση ερμηνεύτηκε μέσα από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η οποία από ένα σημείο και μετά εμποδίζεται από τις παλιές σχέσεις παραγωγής, και φέρνει στη θέση τους νέες σχέσεις παραγωγής με τη διαμεσολάβηση της ταξικής πάλης και της κοινωνικής επανάστασης. Ωστόσο, η ιστορική εμπειρία δεν ήταν σύμφωνη με αυτό το σχήμα, καθώς στις χώρες με τον πιο ανεπτυγμένο καπιταλισμό δε δημιουργούνταν επαναστατικές συνθήκες, σε αντίθεση με πιο καθυστερημένες οικονομικά χώρες. Επιπρόσθετα, δεν παρατηρούνταν ομοιογενής ταξική ιδεολογικο-πολιτική τοποθέτηση, κυρίως στις κατώτερες τάξεις, καθιστώντας προβληματικό και το θεώρημα του καθορισμού της βάσης από το εποικοδόμημα.

Η σημαντικότερη προσπάθεια απάντησης στα παραπάνω θεωρητικά προβλήματα ήρθε από τον Αλτουσέρ. Το θεωρητικό του σχήμα μετέτρεψε τη σχέση βάσης-εποικοδομήματος σε σχέση καθορισμού σε τελευταία ανάλυση σ.2Οφείλουμε οπωσδήποτε να σημειώσουμε εδώ ότι ο Αλτουσέρ ποτέ δεν κατέστησε σαφές τι εννοούσε με αυτή τη διατύπωση, την οποία υιοθέτησε από ένα κείμενο του Ένγκελς, που, μάλιστα κριτίκαρε ευθέως για την ελλιπή ανάλυση της έννοιας της τελευταίας ανάλυσης. Αργότερα δε, η έννοια αυτή αποτέλεσε και ένα από τα σημεία αυτοκριτικής του., θεωρώντας παράλληλα ότι το απώτερο διακύβευμα της ταξικής πάλης δεν ήταν μόνο οι σχέσεις παραγωγής, αλλά η αναπαραγωγή της ζωής συνολικά. Ταυτόχρονα, εισήγαγε και την έννοια των επικαθορισμών, που ασκούν τα σχετικά αυτόνομα –πλέον– ιδεολογικά και πολιτικά στοιχεία στον βασικό ταξικό ανταγωνισμό, και υποστήριξε ότι η ταξική πάλη είναι το πρωταρχικό στοιχείο κίνησης της ιστορίας και όχι οι αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις. Ωστόσο, παρά τα παραπάνω, έμεναν αναπάντητα τα εξής ερωτήματα: ποια είναι η φύση της ιδεολογίας, από πού καθορίζεται «σε πρώτη ανάλυση»σ.3αν μου επιτρέπετε τον αδόκιμο και ολίγον προβοκατόρικο όρο, πως αναπαράγεται η κυρίαρχη ιδεολογία και πως τελικά αλλάζει. Κατόπιν, λοιπόν, ο Αλτουσέρ διατύπωσε την πρόταση ότι η ιδεολογία έχει υλική υπόστασησ.4«Μια ιδεολογία υπάρχει πάντα υλοποιημένη σ’ ένα μηχανισμό και στην πρακτική του ή τις διάφορες μορφές πρακτικής». Λουί Αλτουσέρ, «Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους στο Θέσεις, μτφρ. Ξ. Γιαταγάνας, Θεμέλιο, 1999, σ. 103, και ότι η κυρίαρχη ιδεολογία αναπαράγεται μέσω διάφορων Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους –όπως το σχολείο, η οικογένεια, τα ΜΜΕ, τα πολιτικά κόμματα κ.α.– οι οποίοι μαθαίνουν στους ανθρώπους από πολύ μικρή ηλικία να πράττουν και να σκέφτονται με συγκεκριμένο τρόπο. Τέλος, μια ιδεολογία κατακτά τους ανθρώπους επειδή τους διαμορφώνει σε υποκείμενα, κατά το πρότυπο και το λόγο ενός Άλλου Υποκειμένου, το οποίο υπαγορεύει τον τρόπο σκέψης και τις πρακτικές που υιοθετούν οι άνθρωποι ως υποκείμενα μιας κοινωνίας και εγγυάται τον αυτονόητο και «αληθινό» χαρακτήρα τουςσ.5ό.π., σελ. 114-115..

Τα παραμένοντα αδιέξοδα του μαρξισμού

Αναμφισβήτητα, η αλτουσερική παρέμβαση αποτέλεσε ένα μεγάλο βήμα μπροστά για τον μαρξισμό και φάνηκε να λύνει σε μεγάλο βαθμό τα προηγούμενα αδιέξοδά του. Παράλληλα, όμως, ανέδειξε ότι τα αδιέξοδα αυτά δε μπορούν να ξεπεραστούν χωρίς τη συνεισφορά άλλων θεωρητικών ρευμάτων έξω από τη μαρξιστική παράδοση, όπως η δομική γλωσσολογία και η ψυχανάλυση, τα οποία αξιοποίησε στο έργο του ως ένα βαθμό. Κατ’ αυτή την έννοια, το έργο του Αλτουσέρ οδηγεί (άθελά του ίσως) στην οριστική αναγνώριση της ανεπάρκειας του μαρξισμού ως εργαλείο ανάλυσης των κοινωνικο-πολιτικών φαινομένων.

Πράγματι, αν φέρουμε στο νου μας ορισμένες πλευρές τις καθημερινής εμπειρίας, θα διαπιστώσουμε ότι παραμένουν μια σειρά από ερμηνευτικά κενά. Δύο είναι, κατά τη γνώμη μου, τα σημαντικότερα: κατ’ αρχάς, γιατί οι ΙΜΚ και τα κεντρικά Υποκείμενα της ιδεολογίας ενίοτε αποτυγχάνουν; Γιατί, δηλαδή, κάποια παιδιά που περνούν από ισχυρούς ΙΜΚ όπως το σχολείο, η εκκλησία και η οικογένεια, τελικά δεν ακολουθούν στην ενήλικη ζωή τις ιδεολογίες στις οποίες μυούνταν; Και αν η –προφανής για τους γεμάτους αυτοπεποίθηση μαρξιστές– απάντηση είναι η ταξική πάλη, η οποία μεταφέρει αντιθέσεις και ανταγωνισμούς και στο εσωτερικό των ΙΜΚ, τότε από ποιον παράγοντα εξαρτάται το που θα κατασταλάξει ιδεολογικά το κάθε ξεχωριστό υποκείμενο; Γιατί, λοιπόν, όχι κάποια, αλλά συγκεκριμένα παιδιά αριστερών οικογενειών γίνονται κι αυτά αριστεροί/ες ενώ συγκεκριμένα άλλα απολίτικα, ακόμα κι αν ανήκουν στην ίδια οικογένεια; Και γιατί συγκεκριμένοι απόφοιτοι/ες του ίδιου εκπαιδευτικού ΙΜΚ ονειρεύονται να γίνουν στελέχη πολυεθνικών, ενώ συγκεκριμένοι άλλοι/ες ονειρεύονται να αναβιώσουν την κομμούνα του εργοστασίου εργαλειομηχανών της Σαγκάης;σ.6Θα στοιχημάτιζα, δε, ότι η πείρα κάθε αγωνιστή/τριας που έχει προσπαθήσει να στρατολογήσει νέους/ες κομμουνιστές/τριες θα του έχει δείξει ότι η ταξική καταγωγή του καθενός μάλλον τυχαία παράμετρο αποτελεί, παρά αίτιο που εξηγεί την ιδιαίτερη εξέλιξη του κάθε υποκειμένου.

Συνεχίζοντας, υπάρχει μία οικογένεια πολιτικών φαινομένων που επίσης δεν ταιριάζει στα μαρξιστικά σχήματα, και έχει να κάνει με ορισμένες ιδεολογικές συγκρούσεις χωρίς ταξικό πρόσημο ή κάποιο «δια ταύτα» γύρω από τις σχέσεις παραγωγής. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα στις μέρες μας αποτελεί το ISIS· αλλά και όσον αφορά τα ισλαμικά κινήματα εν γένει όλων των εκδοχώνσ.7Με την ευκαιρία, αξίζει να κάνει κανείς μια μικρή περιήγηση σε αντίστοιχες αναρτήσεις στο Wikipedia (στα αγγλικά) για να πάρει ενδεικτικά μια γεύση των ιδεολογικά ετερόκλητων κινημάτων και οργανώσεων που συνέβαλαν στην Ιρανική Επανάσταση ή της Χεζμπολάχ στο Λίβανο, καθώς και τους μετασχηματισμούς που υπέστη., θεωρώ πως οποιαδήποτε προσπάθεια αναγωγής της πολιτικής ατζέντας του καθενός σε ταξικά συμφέροντα, θα έπρεπε να καταφύγει σε αναλυτικές λαθροχειρίες ή σε αγνόηση εμπειρικών δεδομένων. Επισημαίνω, τέλος, ότι ακόμα και να κάναμε δεκτή οποιαδήποτε αναγωγή τέτοιων κυρίαρχα ιδεολογικών κινημάτων σε ταξικά συμφέροντα, δεν υπάρχει τρόπος να εξηγήσουμε τον πλουραλισμό των ιδεολογιών με τις οποίες «ντύνονται» κατά καιρούς τα ίδια ταξικά συμφέροντα, ούτε και το γιατί άνθρωποι της ίδιας τάξης κάνουν διαφορετικές ιδεολογικο-πολιτικές επιλογές, αν περιοριστούμε στη μαρξιστική θεωρητική εργαλειοθήκη.

Ο Λακλάου, το «πεδίο του λόγου» και το κοινωνικό

Κατά την άποψή μου, το θεωρητικό έργο του Ε. Λακλάου αποτελεί την απαραίτητη αφετηρία για το ξεπέρασμα των προαναφερθέντων αδιεξόδων. Η προσέγγισή του εκκινεί από την παραδοχή ότι το θεμελιώδες οντολογικό γνώρισμα κάθε κοινωνίας είναι η λογική-νοηματική της «φύση»σ.8Σ’ αυτό το κείμενο χρησιμοποιώ τους όρους «νόημα» – «νοηματικό» και «λόγος» – «λογικό» κατ’ εναλλαγή και λίγο πρόχειρα, για να αποδώσω τον αγγλικό όρο “discourse” και “discursive”, ο οποίος, συμπυκνώνει κατά κάποιον τρόπο τις δύο έννοιες της ελληνικής και διαφέρει από τον όρο «λογική» (logic), όπως αυτός χρησιμοποιείται σε άλλες φιλοσοφικές παραδόσεις και τον αντίστοιχο επιθετικό προσδιορισμό «λογικός-ή-ό» (logical). Στην ελληνική βιβλιογραφία το επίθετο “discursive” μεταφράζεται και ως «ρηματικός-ή-ό»., και ότι οι άνθρωποι είναι λογικά όντα, δηλαδή όντα που έχουν λόγο, μιλούν μία γλώσσα, η οποία τους διαμορφώνει σε υποκείμενα και συγκροτεί το νόημα κάθε βιώματος και εμπειρίας, κάθε όψης της ζωής τους. Αυτό σημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι δεν υπάρχει οντολογική διαφορά μεταξύ εκφερόμενου λόγου και πρακτικής, καθώς και οι δύο στιγμές χαρακτηρίζονται από κάποιο νόημα. Δεύτερον, το πεδίο του λόγου διαμεσολαβεί αναπόφευκτα κάθε προσπάθεια κατανόησης του φυσικού κόσμου και της κοινωνίας που μας περιβάλλει, και δεν είναι δυνατό να βγει κανείς έξω απ’ αυτό, ώστε να μπορούμε να συλλάβουμε άμεσα και με απολύτως διαφανή τρόπο το πραγματικό. Γι’ αυτό το λόγο, κι επειδή το νόημα του υλικού κόσμου, όπως και κάθε λόγου ή πράξης είναι κοινωνικά κατασκευασμένο, δεν μπορούμε να περιγράψουμε την κοινωνία με αντικειμενικό τρόπο. Αντίθετα, αναδύονται μέσα από την κοινωνία διαφορετικές λογικές δομές που προσπαθούν να περιγράψουν τον κόσμο, το σύμπαν, την κοινωνία, το νόημα της ζωής κλπ., οι οποίες στηρίζονται σε διαφορετικά αξιώματα, καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα και ενίοτε σχηματίζουν ανταγωνιστικές μεταξύ τους σχέσεις, σε περίπτωση που η μία λογική δομή αντιλαμβάνεται την άλλη ως ένα απολύτως ακατανόητο «έξωθεν», ως ένα εμπόδιο στην καθολική πραγμάτωση του νοήματός της και άρα ως το απόλυτο κακό.

Με βάση τα παραπάνω, λοιπόν, αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «ιδεολογία» (δηλαδή το νόημα που αποδίδουμε στα πράγματα), όχι μόνο δεν καθορίζεται από τις σχέσεις παραγωγής, αλλά έχει οντολογική προτεραιότητα έναντι οποιασδήποτε ταξικής ή άλλης κατηγοριοποίησης κοινωνιολογικού τύπου· στην πραγματικότητα, η ιδεολογία μας είναι αυτή που καθορίζει το με βάση ποιον κοινωνικό διαχωρισμό συγκροτούμε την ταυτότητά μας. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι διαφορετικοί εργάτες, για παράδειγμα, που είναι ενταγμένοι στις ίδιες σχέσεις παραγωγής, αναγνωρίζουν τον εαυτό τους μέσα από διαφορετικά λογικά σχήματασ.9Ο ένας δηλώνει «εργάτης», ο άλλος «κομμουνιστής», ο άλλος δηλώνει «Έλληνας», ένας τρίτος δηλώνει «χριστιανός», ένας ακόμα δηλώνει «ΠΑΟΚτζής», κλπ.. Παράλληλα, με το ίδιο λογικό σχήμα που συγκροτεί ταυτότητα ένα υποκείμενο, τείνει να ταυτοποιεί και το αντίθετό τουσ.10Γι’ αυτό και π.χ. κάθε αντιδραστικό στοιχείο επιλέγει να εκφράζει την αποστροφή του για τους «αναρχοκομμουνιστές» με διαφορετικό τρόπο: ο νομοταγής πολίτης θα τους πει «ταραχοποιούς», το λαμόγιο-βολεψάκιας θα τους πει «κορόιδα», ο εργασιομανής καριερίστας θα τους θεωρεί «τεμπέληδες που δεν θέλουν να δουλέψουν», ο συντηρητικός ορθόδοξος θα τους αντιμετωπίζει ως «άθεους» και ο τρέντυ δαπίτης ως «άπλυτους λέτσους». Για τον ίδιο λόγο, φυσικά, οι αριστεροί τείνουν να χαρακτηρίζουν τους φασίστες ως «τσιράκια των αφεντικών», κ.ο.κ.. Εν κατακλείδι, το ιδεολογικό «επίπεδο» αποτελεί ένα πλήρως αυτόνομο και οντολογικά πρωτεύον πεδίο νοήματος, που παράγει ηγεμονικές συναρθρώσεις μεταξύ ετερόκλητων νοηματικών δομών ή ανταγωνιστικά ρήγματα ανάμεσά τους. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε, τέλος, ότι αυτές οι συναρθρώσεις και οι ανταγωνισμοί είναι ενδεχομενικά αποκυήματα της ιστορίας, και παράγονται μέσα από πολιτικά σχέδια και στρατηγικές.

Το λακανικό υποκείμενο και το κοινωνικό σύμπτωμα

Δεν αποτελεί μυστικό ότι πίσω από την παραπάνω θεώρηση του κοινωνικού ως ένα πεδίο νοήματος, βρίσκεται η θεωρητική συνεισφορά του Λακάν, η οποία, αν και αρθρώθηκε στο εσωτερικό της ψυχανάλυσης, εντούτοις, επηρέασε ένα τεράστιο εύρος γνωστικών πεδίων, επειδή εισήγαγε μια ριζικά νέα οντολογική αντίληψη για τη συγκρότηση του ανθρώπου ως υποκείμενο και για τη σχέση του με τη γνώση και την αντίληψη της πραγματικότητας. Συνεπώς, η σημαντικότατη φιλοσοφική διάσταση της σκέψης του δε θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο το πεδίο της πολιτικής και κοινωνικής θεωρίας, με τον Αλτουσέρ να αποτελεί ίσως τον πρώτο θαυμαστή του Λακάν, και τον Λακλάου να τον αναγνωρίζει ως μια από τις βασικές του επιρροές.

Πράγματι, η λακανική θέση περί του ατέρμονου γλιστρήματος του σημαινόμενου κάτω από τη σημαίνουσα δομή και η ανεξάλειπτη έλλειψη (ήτοι, αδυναμία να δώσει νόημα στα πάντα) κάθε λόγου, εξηγούν το γιατί τα υποκείμενα ενίοτε εξαρθρώνονται από την λογική δομή που ήταν ενταγμένα και αλλάζουν πεποιθήσειςσ.11Η θέση αυτή αποτελεί ένα απ’ τα κεντρικά σημεία της θεωρίας του Λακλάου που της δίνει υπεροχή έναντι του μαρξισμού.. Επίσης, η θέση ότι η πραγματικότητα δομείται στη συνείδηση κάθε υποκειμένου ως φαντασίωση, καλύπτοντας το τραυματικό γεγονός της πλήρους απουσίας οποιουδήποτε αντικειμενικού νοήματος στο πραγματικό, στηρίζει τη θέση που αναπτύξαμε νωρίτερα για το κοινωνικό ως ένα κατακερματισμένο πεδίο πολλαπλών νοημάτων –και, άρα, την ύπαρξη μη ταξικών αφηγήσεων και κινημάτων, όπως το πολιτικό Ισλάμ, ο φασισμός, κ.α.

Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες αδυναμίες στη θεώρηση του Λακλάου, οι οποίες οφείλονται –κατά τη γνώμη μου– στη μη επαρκή άντληση επεξεργασιών από τον Λακάν, πράγμα που, αντιθέτως, κάνουν άλλοι θεωρητικοί, όπως ο Ζίζεκ ή ο «δικός μας» Σταυρακάκης. Στη συνέχεια, θα αναφερθώ στα δύο κυριότερα φαινόμενα που καθιστούν ελλιπές το θεωρητικό πλαίσιο του Λακλάου και, ταυτόχρονα, αναδεικνύουν τη μοναδική ισχύ της λακανικής σκέψης.

Το πρώτο από αυτά, έχει να κάνει όχι με τη δυνατότητα των λογικών δομών να πέφτουν σε αστάθεια και να εξαρθρώνονται, αλλά με την ακριβώς αντίθετη τάση που έχουν ορισμένες πρακτικές να αναπαράγονται –σχεδόν αυθόρμητα θα έλεγε κανείς– παρά την πιθανή αλλαγή του ηγεμονικού λόγου που πάει να τις ενσωματώσει. Πρόκειται για ένα κρίσιμο ζήτημα, καθώς σε πολλά ιστορικά παραδείγματα, οι ηγεμονικοί λόγοι που κυριάρχησαν ενσωματώνοντας ετερόκλητες βαθιά ριζωμένες κοινωνικές πρακτικές και ήθη, με σκοπό να τις μετασχηματίσουν από τα πάνω σε δεύτερο χρόνο, κατέληξαν τελικά να μεταλλάσσονται οι ίδιοι από αυτέςσ.12Το εργατικό κόμμα στη Βραζιλία και ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα αποτελούν τέτοια παραδείγματα.. Ενώ, λοιπόν, ο Λακλάου προσεγγίζει αποτελεσματικά τον μετασχηματισμό ενός ηγεμονικού λόγου κατά την ενσωμάτωση διάφορων επιμέρους νοημάτων και πρακτικών, εντούτοις, δεν έχει να πει τίποτα για την ανθεκτικότητα των τελευταίων.

Ωστόσο, μπορούμε να εξηγήσουμε επιτυχώς το συγκεκριμένο φαινόμενο, χρησιμοποιώντας την έννοια του συμπτώματος και της απόλαυσης από τον Λακάν και τον Ζίζεκ. Ο τελευταίος τοποθετεί την ύπαρξη του κοινωνικού συμπτώματος σε μια πρακτική που αρθρώνεται σε σχέση με ένα αντικείμενο ή υποκείμενο, το οποίο, ενώ –από μία όψη– θεωρείται ισοδύναμο με όλα τα άλλα αντικείμενα ή υποκείμενα της καθημερινότητας, ταυτόχρονα λειτουργεί ως η πρωταρχική προϋπόθεση που καθιστά εφικτά όλα τα άλλα στοιχεία αυτής ακριβώς της καθημερινότητας, αποτελώντας ένα στοιχείο εξαίρεσης που παρέχει ταυτόχρονα απόλαυση στα υποκείμενασ.13Slavoj Zizek, The sublime object of ideology, Verso, 1989,  σ. 16-22.. Έτσι, οι άνθρωποι μιας κοινωνίας δε μπορούν να φανταστούν τη ζωή τους χωρίς το συγκεκριμένο εξαιρετικό στοιχείο, το οποίο όμως τους δίνει τη δυνατότητα να διαπραγματευτούν οτιδήποτε άλλο. Κατά συνέπεια, αυτές οι βαθιά ριζωμένες πρακτικές στις οποίες αναφέρθηκα πριν, ναι μεν μπορούν να ενσωματωθούν σε διαφορετικές ηγεμονικές αφηγήσεις, αλλά δε γίνεται να μετασχηματιστούν ριζικά ή να εξαλειφθούν από τις πρώτες.

Με βάση τα παραπάνω, το χρήμα και η φετιχιστική πρακτική που το συνοδεύει, μπορούμε να πούμε ότι είναι το σύμπτωμα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Θα έλεγα, με την ευκαιρία, ότι αυτός ήταν και ο λόγος που η κοινωνία επανέλαβε, τελικά, αυτό το σύμπτωμα μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015 και την άτεγκτη στάση των δανειστών, καθώς η έξοδος από το ευρώ σήμανε για πολλούς/ες μεγαλύτερη στέρηση χρήματος απ’ ότι η παραμονή στο μνημόνιο. Ωστόσο, η επικράτηση αυτής της νοηματοδότησης αντί για την αντίθετή της, δεν έγινε χωρίς κάποιος να πείσει τον κόσμο ότι αυτή είναι η αληθινή. Κι εδώ συναντάμε την από τα πριν ανάδειξη του Τσίπρα σε ηγετική φιγούρα στα μάτια της κοινωνικής πλειοψηφίας που έκανε τελικά την «κωλοτούμπα».

Έτσι, λοιπόν, φτάνουμε στη δεύτερη οικογένεια κοινωνικών φαινομένων που δε μπορεί να εξηγήσει ο Λακλάου, η οποία αποτελείται από τις διάφορες εκδοχές προσωπολατρίας. Αντίθετα, το φαινόμενο της προσωπολατρίας γίνεται πλήρως κατανοητό εάν χρησιμοποιήσουμε τις λακανικές έννοιες της μεταβίβασης και του υποκειμένου που υποτίθεται ότι γνωρίζει (οι οποίες φυσικά πλαισιώνονται από άλλες θεμελιώδεις έννοιες όπως το πραγματικό ως η έλλειψη στον Άλλο, η επιθυμία, κ.α.). Η έννοια της μεταβίβασης περιγράφει την αγάπη που νιώθουν τα υποκείμενα για το υποκείμενο που υποτίθεται ότι γνωρίζει, όταν το τελευταίο αναλαμβάνει το ρόλο να ηγηθεί επί των πρώτων σε μια δύσκολη συγκυρία αβεβαιότητας, απ’ την οποία δεν ξέρουν τι να κάνουν για να την ξεπεράσουνσ.14Υπ’ αυτό το πρίσμα, μόνο ανεξήγητες δεν είναι οι υστερικές εκδηλώσεις αγάπης προς τον Τσίπρα, από αυτούς/ες που συνέχισαν να τον ακολουθούν μετά την μνημονιακή στροφή: ακριβώς τη στιγμή που κορυφώθηκε η κατάρρευση του προηγούμενου ηγεμονικού νοήματος περί αλλαγής πολιτικής μέσα στο ευρώ και, επακόλουθα, κατέρρευσαν οι αντίστοιχες εκλογικεύσεις του θαυμασμού προς τον Τσίπρα, έμεινε μόνο αυτή η γυμνή λατρεία του «Τσίπρα σ’ αγαπάμε» που γράφτηκε σ’ εκείνο το πανό ρπιν τις εκλογές του Σεπτέμβρη, η σκέτη μεταβιβαστική σχέση που συνοδεύει την πλήρως ανορθολογική πίστη στις ικανότητες και τις γνώσεις του ηγέτη. Και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, οι νυν συριζαίοι/ες έχουν καταλήξει πλέον να παπαγαλίζουν τις ασυνάρτητες –σχεδόν σχιζοφρενικές– αφηγήσεις του Μαξίμου και διάφορων ηγετικών στελεχών, καθώς έρχονται να καλύψουν αυτή την αγχώδη υστερία της γυμνής μεταβίβασης –πίστης σ’ αυτόν που «ξέρει».  Νομίζω πως γίνεται πλέον προφανές ότι η δομή αυτής της σχέσης μεταβίβασης μεταξύ του ηγέτη και των υποκειμένων του, είναι η ίδια σε κάθε ανάλογο ιστορικό παράδειγμα, ανεξάρτητα απ’ το περιεχόμενο της πολιτικής, και τη συναντάμε από την περίπτωση του Περόν στην Αργεντινή, μέχρι τον Αγιατολάχ του Ιράν, κι απ’ τον Τσίπρα, μέχρι τον Μουσολίνι.. Τέλος, από την ίδια σχέση εξαρτάται και η κατά περίπτωση επιτυχία ή αποτυχία ενός ΙΜΚ –που επισήμανα νωρίτερα ότι δεν εξηγεί ο Αλτουσέρ–, δηλαδή από το κατά πόσο ο επικεφαλής ή ο εκπρόσωπος αυτού του ΙΜΚ (ο πατέρας, η δασκάλα του σχολείου, ο παππάς της ενορίας κλπ.) καταφέρνει να γίνει αγαπητός στα υποκείμενα που διαμορφώνει (πράγμα που εξαρτάται βέβαια, από μια σειρά από παράγοντες που δεν έχω τα χώρο να αναπτύξω εδώ).

Diamonds are forever”: η διαχρονική αξία του Μαρξ

Κλείνοντας, αν συμφωνήσουμε τελικά σ’ όλα τα παραπάνω, ποιος ρόλος απομένει στον Μαρξ, και τι αξία έχει για μας το έργο του; Η απάντησή μου είναι: ανεκτίμητη. Θεωρώ πως το έργο του Μαρξ είναι σαφώς πλουσιότερο και πιο πολυσχιδές από τα τριτο-διεθνιστικά σχήματα που συστηματοποιήθηκαν ως «μαρξισμός», πατώντας πάνω σε μερικές μόνο όψεις της μαρξικής σκέψης, που δεν άντεξαν στην αναμέτρησή τους με την ιστορική εμπειρία. Μερικές από τις θεωρητικές προτάσεις του Μαρξ, όπως ο φετιχισμός του εμπορεύματος και η λειτουργία του χρήματος στον καπιταλισμόσ.15Ας έχουμε στο νου ότι ο Λακάν αντλεί έμπνευση για να μιλήσει για το σύμπτωμα: «Για να βρει κανείς τις απαρχές της έννοιας του συμπτώματος, πρέπει να ψάξει όχι στον Ιπποκράτη αλλά στον Μαρξ…». Jacques Lacan, ‘RSI’, Ornicar? 4, p. 106, (παρατίθεται από τον Ζίζεκ στο Zizek, ό.π., σ.18.), αποτελούν πολύ δυνατά εργαλεία που, αν και επισκιάστηκαν από τα κυρίαρχα δόγματα του μαρξισμού, αν μη τι άλλο, φαίνεται να ταιριάζουν ιδιαίτερα με οικονομικές και πολιτικές συμπεριφορές τόσο σύγχρονων, όσο και παλαιότερων κοινωνιών. Και το ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι σε διάφορα γραπτά αποσπάσματα του, ο Μαρξ φαίνεται πως διαισθανόταν τη λειτουργία λακανικών εννοιών, όπως το σύμπτωμα, η απόλαυση κ.α.σ.16Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης ή αναγνώστρια μπορεί να ανατρέξει στην εργασία μου Ιδεολογία και Υποκείμενο στον πρώιμο Μαρξ (1843-44), όπου, επιχειρώντας τη συγκρότηση ενός θεωρητικού σχήματος για το υποκείμενο και την ιδεολογία από τα τρία μαρξικά κείμενα της περιόδου, υποστηρίζω ότι υφίσταται μια ορισμένη έννοια της απόλαυσης που λειτουργεί εντός αυτού του σχήματος. Ενδείξεις μιας τέτοιας λειτουργίας της απόλαυσης νομίζω ότι υπάρχουν και σε μεταγενέστερα κείμενα του Μαρξ., τις οποίες όμως προσέγγιζε περιγραφικά, καθώς δε διέθετε τότε το θεωρητικό υπόβαθρο για μια πιο στιβαρή θεωρητική πραγμάτευσή τους. Αντιστρόφως, βέβαια, ο Λακάν φαίνεται πως αναγνώριζε πλήρως τη συγκεκριμένη όψη του μαρξικού έργου (οπότε, αν το καλοσκεφτούμε, το να αγκαλιάσει η κομμουνιστική αριστερά τον Λακάν ίσως να μην πιάνεται τελικά ως «απιστία»).

Κλείνοντας, ωστόσο, δε θα ήθελα να αφήσω απ’ έξω το εξής: η ανάλυση του Μαρξ για την καπιταλιστική οικονομία, κυρίως οι έννοιες της εργατικής δύναμης και της υπεραξίας, αποτελούν την αξεπέραστη θεωρητική προσφορά του Μαρξ στο κομμουνιστικό κίνημα. Νομίζω ότι είναι αυτά τα θεωρήματα που μας επιτρέπουν μέχρι σήμερα να βλέπουμε αβίαστα την αδικία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, εκεί που χωρίς αυτά, το συμβόλαιο μεταξύ δύο τυπικά ελεύθερων και νομικά ίσων προσώπων, του μισθωτού και του κεφαλαιοκράτη, θα απέπνεε ακόμα την ιδιαίτερη αθωότητα του πρώιμου επαναστατικού φιλελευθερισμού της ισότητας, της ελευθερίας και της αδερφοσύνης. Και, ειλικρινά, δε μπορώ να φανταστώ τι θα σήμαινε να είναι κανείς κομμουνιστής χωρίς να γνωρίζει για το νόμο της υπεραξίας, όπως στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα.

Ίσως, λοιπόν, να είναι ο Μαρξ που μας έκανε κομμουνιστές· δε νομίζω, όμως, ότι ο μαρξισμός μπορεί να μας κάνει νικητές. Ούτε, βέβαια, η ισχύς των αξιών και του οράματός μας εξαρτάται απ’ το αν είναι αντικειμενικά η ταξική πάλη το κέντρο της κοινωνίας· μπορούμε πάντα να τη φέρουμε εμείς στο επίκεντρο, και να τη διεξάγουμε πιο αποτελεσματικά, αν εκμεταλλευτούμε κάθε θεωρητική συνεισφορά που μπορεί να μας ανοίξει νέους δρόμους στρατηγικού στοχασμού και (αυτό)κριτικής διεισδυτικότητας, θέματα με τα οποία θα καταπιαστώ σε επόμενο κείμενο.

  • Φωτογραφία του László Moholy-Nagy. The Transformation/Anxiety Dream, 1925.

Τα υπόλοιπα μέρη του άρθρου:
Περί στρατηγικής: με στρατηγική η’ όπως να ‘ναι; (μέρος 1)

Ο στρατηγικός στόχος ως αφετηρία μιας συστηματικής στρατηγικής ανάλυσης (Μέρος 2)

Υποσημειώσεις[+]