Στις 18 Μάρτη, στον ένα χρόνο από τη συμφωνία της ντροπής ΕΕ-Τουρκίας, κινήματα από όλη την Ευρώπη δίνουν αγωνιστικό ραντεβού ενάντια στον ρατσισμό και τη στοχοποίηση προσφύγων και μεταναστών, για την κατάργηση της συμφωνίας της ντροπής ΕΕ-Τουρκίας, για να ανοίξουν τα σύνορα σε πολιτικούς και οικονομικούς πρόσφυγες, για να φιλοξενηθούν αξιοπρεπώς οι πρόσφυγες μέσα στον οικιστικό ιστό, για ίσα δικαιώματα και αξιοπρέπεια για όλες και όλους.
Σε αυτά τα πλαίσια απευθυνθήκαμε στην Pietje-Helene Gottwald, η οποία είναι ακτιβίστρια από την Γερμανία που βρίσκεται εδώ και καιρό στην Αθήνα, συμμετέχοντας ως αλληλέγγυα στον Χώρο Στέγασης Προσφύγων City Plaza. Η Pietje-Helene είναι μέλος της γερμανικής συλλογικότητας Solizentrum Lübeck, που αποτελεί ένα ανοικτό, πολιτικό, αυτοοργανωμένο σπίτι για τους πρόσφυγες, τους μετανάστες και τους ντόπιους [Solizentrum Lübeck – an open, political, self-organized house for refugees, migrants and locals].
Το k-lab συμμετέχοντας στην πρωτοβουλία 18Μ και τις κινητοποιήσεις θέλει να φιλοξενήσει στο διαδικτυακό του χώρο κείμενα, αναλύσεις, σχολιασμούς και εμπειρίες από συλλογικότητες, κοινωνικά κινήματα, πρωτοβουλίες και αγωνιστές-τριες που εμπλέκονται λιγότερο ή περισσότερο στο αντιρατσιστικό κίνημα. Μπορείτε να μας στέλνετε τις συμβολές σας στο [email protected] καθώς και στη σελίδα μας στο fb: https://www.facebook.com/klabzone/.
Η καμπάνια της 18ης Μάρτη διαμόρφωσε πολλά αιτήματα.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η καμπάνια στοχεύει στο τέλος της φτώχειας, του ρατσισμού και του φασισμού ενώ την ίδια στιγμή επιδιώκει την υποστήριξη της αρχής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Σε διεθνικό επίπεδο, η καμπάνια της 18ης Μάρτη στοχεύει στην αύξηση της παγκόσμιας κινητικότητας μέσω του ανοίγματος των συνόρων, του τέλους της συμφωνίας μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας και λειτουργώντας ως άμεσο εμπόδιο στις πολιτικές της λιτότητας και άλλων καπιταλιστικών φραγμάτων εκμετάλλευσης. Σε εθνικό επίπεδο, ο στόχος της καμπάνιας είναι να διασφαλίσει μεγαλύτερα δικαιώματα για όλους και όλες, ώστε να επιτευχθεί μια υψηλότερη μορφή ισότητας, σταματώντας τις απελάσεις, κλείνοντας τα στρατόπεδα των προσφύγων και επιτρέποντας στους αιτούντες άσυλο να έχουν μεγαλύτερη ελευθερία μετακίνησης, διαφυγής ή παραμονής, όπως επιθυμούν.
Αλλά γιατί αποφασίσαμε να συνδέσουμε όλα αυτά τα αιτήματα σε μια καμπάνια αντί να κάνουμε διαφορετικές καμπάνιες γύρω από συγκεκριμένα ζητήματα ή να εστιάσουμε σε τοπικούς αγώνες; Ποια ιδέα κρύβεται πίσω από αυτό;
Μια προσπάθεια να εξηγήσουμε:
Με την αύξηση του παγκόσμιου απαρτχάιντ το ερώτημα της παγκόσμιας δικαιοσύνης επιβάλλεται αναπόφευκτά – όχι μόνο με τη μορφή των μεταναστών, ως φορέων του μοιραίου. Σε νέες, πιο πρακτικές διαστάσεις, το ερώτημα εισβάλλει στις ζωές μας και γίνεται αδύνατο να αποφευχθεί η διαπίστωση ότι η «καλή ζωή» βιώνεται σε κόστος των άλλων.
Η αντιπαράθεση μεταξύ του παγκόμσιου βορρά και του παγκόσμιου νότου οικοδομείται πάνω σε εγγενείς ανισότητες εκμετάλλευσης, όπου οι άνθρωποι έχουν ποικίλους βαθμούς ελευθερίας και ασφάλειας, ενώ άλλες τοποθεσίες χαρακτηρίζονται από δυστυχία και κίνδυνο.
Για να είναι ξεκάθαρο: Ο «δυτικός» κόσμος έχει ανάγκη τον «παγκόσμιο νότο» για να διατηρήσει το τωρινό επίπεδο ζωής του, αυτό το στάτους κβο εξαρτάται από τις συνθήκες στον παγκόσμιο νότο (εργασιακές συνθήκες, ελάχιστος μισθός, στρατηγικές οικονομικές βάσεις..) που παραμένουν χειρότερες από εκείνες του παγκόσμιου βορρά. Έχει γίνει καθαρό ότι ο παγκόσμιος βορράς διατίθεται να καταφύγει σε δραστικά μέτρα για να προστατεύσει το τωρινό στάτους κβο.
Θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι δεν υπάρχουν διαφορές και δυναμικά επίπεδα ανταγωνιστικότητας μεταξύ συγκεκριμένων αστικών τάξεων στον παγκόσμιο βορρά ή τον παγκόσμιο νότο · κάτι τέτοιο θα έχανε πλήρως την ουσία. Η διάκριση σε δύση και σε νότο είναι απλώς μια απλοποιημένη δομή, που βασίζεται σε εμπειρίες και τις συνέπειες της αποικιοκρατίας και της εκμετάλλευσης, που εξακολουθούν να είναι ορατές στις οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές ανισότητες των προνομίων και συμβάλλουν στην κατανόηση μας των παγκόσμιων δομών.
Σε κοινωνίες σε ολόκληρο τον κόσμο, ανεξάρτητα από το αν είσαι από τον παγκόσμιο βορρά ή τον παγκόσμιο νότο, οι άνθρωποι βιώνουν ακόμη τεράστιες αδικίες. Σε όλες τις κοινωνίες το κενό μεταξύ φτωχών και πλουσίων είναι ακόμη πολύ σημαντικό (αν και το ζήτημα αυτό είναι παλαιότερο από τον Μαρξ). Κυρίως εξαιτίας της κατασκευής των εξαρτήσεων και του ανταγωνισμού μεταξύ διαφορετικών ομάδων, όπως οι εργαζόμενοι και οι μετανάστες (που επίσης είναι απλώς κατασκευασμένες), η ταξική πάλη δεν οργανώνεται.
Σήμερα αυτά τα δύο σημεία, η αύξηση των ανισοτήτων μεταξύ των τάξεων και οι ανισότητες μεταξύ των περιοχών επιβάλλουν το ζήτημα της παγκόσμιας δικαιοσύνης σε περισσότερο παροντικό επίπεδο και το μετατοπίζουν από αμήχανο συναίσθημα σε συνειδητό πρόβλημα.
Αυτό προκαλεί κυρίως δύο αντιδράσεις.
Η μία είναι η άρνηση της αναγκαιότητας αποσαφήνισης αυτών των ερωτημάτων, όπως το βλέπουμε σχετικά καθαρά στην εκλογή του Τραμπ, όπου είναι ιδιαίτερα εμφανές (αν και θα υπήρχαν περισσότερα παραδείγματα). Υπόσχεται στους υποστηρικτές του ότι δεν θα αποδεχθεί το γεγονός ότι είναι, σε κάποιο βαθμό, υπεύθυνος για τις παγκόσμιες αδικίες, και χρησιμοποιεί αυτή τη ρητορική για να ενισχύσει σκληρότερα μέτρα ενάντια στους εργάτες, τους φτωχούς και τους μετανάστες. Αν και κάτι τέτοιο είναι δυνατό μόνο με τον υψηλότερο βαθμό βιαιότητας και ανθρωπιστικής αλλοτρίωσης του εαυτού.
Η δεύτερη απάντηση σχετίζεται με τις απλουστεύσεις και την υπαγωγή. Το κύριο σημείο σχετικά με αυτό είναι η ασυνέπεια μεταξύ ρεαλιστικής ανάλυσης και πολιτικής αντίδρασης.
Αν και είναι γνωστό ότι στις παγκοσμιοποιημένες δομές η αιτία ενός προβλήματος ή μιας κρίσης δεν βρίσκεται πάντα στο ίδιο σημείο με το αποτέλεσμά του ∙ οι λύσεις που προτείνονται βασίζονται σε ένα μικρότερο, με κάποιον τρόπο, πλαίσιο. Οι παγκόσμιες εξελίξεις θεωρούνται ως φυσικές καταστροφές που φαίνονται προκαθορισμένες ή ανελαστικές στην αλλαγή από τα (μεμονωμένα) ανθρώπινα όντα, επομένως πολλοί άνθρωποι ξεκινούν να εστιάζουν σε εθνικές «λύσεις» ώστε να σώσουν τουλάχιστον τη δική τους ιδιοκτησία.
Επιπρόσθετα, υπάρχει ανισορροπία σε διεθνείς χώρους – η ανισορροπία είναι προς όφελος των προνομιούχων παικτών, επομένως κατά βάση σε δικό τους συμφέρον. Εξαπλουστευμένα, θα μπορούσαμε να πούμε: στη σχετική σφαίρα εκτός νόμου, η δύναμη του ισχυρότερου (η οποία περιορίζεται απλώς σε αρχές) κερδίζει. Κάτι τέτοιο είναι αρκετά εμφανές σε οικονομικές διαδικασίες. Εκεί μπορούμε να δούμε ότι η ασυμμετρία της εξουσίας ευνοεί τις εισαγωγές και εξαγωγές από τη δύση με παγκοσμιοποιημένο τρόπο χωρίς τη δυνατότητα του παγκόσμιου νότου να παρέμβει αποτελεσματικά. Αυτή η εξέλιξη επηρεάζει επίσης τους εργάτες σε ολόκληρο τον κόσμο, επειδή ενδυναμώνει τον ανταγωνισμό και την ανάγκη να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης με χειρότερο τρόπο απ’ ότι πριν.
Αλλά όσο οι καταστάσεις γίνονται όλο και πιο αφόρητες, οι φωνές γίνονται όλο και πιο δυνατές – ακόμα δεν είναι αρκετά δυνατές, όχι αναπόφευκτα. Επομένως ποιο άλλο υποκείμενο θα μπορούσε να δώσει σε κάτι τέτοιο μια πλατφόρμα, να υποστηρίξει μια διεθνική δημοσιότητα, να σχηματοποιήσει μια περιεκτική κριτική και να σπάσει την εθνική αυτό-αναφορικότητα – αν όχι τα προοδευτικά, αριστερά κινήματα;
Αλλά σήμερα η αριστερά δεν έχει ρεαλιστικές και επιθετικές προοδευτικές απαντήσεις και λόγους, που θα αποτελούσαν το κλειδί για διεθνικές πολιτικές ενάντια στις αντικειμενικά λανθασμένες εθνικές ιδεολογίες και τη διαφορά μεταξύ «των άλλων» και «ημών» – το κλειδί για την επίτευξη προόδου σε ερωτήματα παγκόσμιας δικαιοσύνης.
Δεν υπάρχει ισορροπία μεταξύ κεφαλαίου και προλεταριάτου και δεν θα υπάρξει ποτέ. Για όσο υπάρχει καπιταλισμός θα υπάρχει πάντα εκμετάλλευση, επομένως πρέπει να επιστρέψουμε το πρόβλημα στις ρίζες του, και ώστε να το κάνουμε αυτό, πρέπει πάντα να σκεφτόμαστε πιο μακριά από τα επόμενα σύνορα. Οι ταξικοί αγώνες κάθε περιοχής πρέπει να ενοποιηθούν, δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη και ελευθερία αν κάποιοι/ες παραμείνουν καταπιεσμένοι/ες.
Χρειάζεται να συμφιλιώσουμε την ανάλυση με την πολιτική αντίδραση.
Χρειαζόμαστε μια ειλικρινή, κοινή, διεθνική, κριτική απέναντι στο σύστημα, γλώσσα αλληλεγγύης ως εναλλακτική στη ρητορική της ειρήνης από την πλευρά της πολιτικής και των θεσμών που υποτίθεται ότι επιβεβαιώνουν διαρκώς τις καλές τους προθέσεις.
Πρέπει να δούμε αυτή τη στιγμή, όπου το ερώτημα της παγκόσμιας δικαιοσύνης γίνεται τόσο παρόν, ως ευκαιρία να επιβάλλουμε την κατάρρευση του συστήματος εκείνου που κλείνει τα μάτια μπροστά σε αμήχανα ζητήματα όπως η ανισότητα, η αύξηση της υπονόμευσης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η αύξηση του παγκόσμιου απαρτχάιντ και η αύξηση της διαίρεσης των κοινωνιών.
Η καμπάνια προς τη 18η Μάρτη επιχειρεί να κάνει κάτι τέτοιο, δημιουργώντας ένα διεθνικό δίκτυο, που μπορεί και ελπίζουμε να γίνει μια πλατφόρμα για κοινούς αγώνες. Δημιουργώντας ένα κίνημα από τα κάτω που δεν θα φοβάται να έρθει σε σύγκρουση με τις αρχές και τον καπιταλισμό, επειδή δεν εξαρτάται από αυτά.
Ένα κίνημα που έχει τη δυνατότητα να μην πέσει μέσα σε μια από τις δύο διαλογικές παγίδες της ρεαλιστικής πολιτικής και της πολιτικής της δικαιοσύνης: η πρώτη θέτοντας τη ρεαλιστική πολιτική ως μια λογική πολιτική συμφερόντων που βρίσκονται πάνω από τη δικαιοσύνη, ή η δεύτερη θέτοντας την πολιτική της δικαιοσύνης ως εργαλείο της ανθρωπότητας, κάτι που θα δημιουργούσε μια ηθική ανωτερότητα μέσα από βασικά καθήκοντα.
Αντίθετα, αυτή η καμπάνια επιχειρεί να διαμορφώσει μια πολιτική δικαιοσύνης ως τη ρεαλιστική της πολιτική, καθώς δε βρίσκεται σε ελεύθερη διάθεση αλλά αποτελεί μια επιλογή που πρέπει να γίνει. Μια επιλογή μεταξύ δικαιοσύνης και αδικίας.
Μετάφραση: Ειρήνη Γαϊτάνου
Ακολουθεί το άρθρο όπως μας το έστειλε η Pietje-Helene Gottwald, στα αγγλικά:
18M – a transnational counterbalance
The 18th March campaign formulated a lot of demands.
At a universal level, the campaign aims to end poverty, racism and fascism while concurrently seeking to uphold the principle of human dignity. At a transnational level, the March 18th campaign aims to increase global mobility through the opening of borders, ending the EU-Turkey deal and by acting as a direct barrier to austerity policies and other capitalist barriers of exploitation. At a national level the objective of the campaign is to secure greater rights for everyone to reach a higher form of equality by ending deportation, closing refugee camps, and allowing asylum seekers to have greater freedom to move, leave, or stay as they please.
But why have we decided to connect all these demands in one campaign instead of making different campaigns towards specific issues or by focusing on local struggles? What is the idea behind it?
An attempt to explain:
With the increase of the global apartheid at the question of global justice imposes inescapably – not at least in form of migrants, as carriers of fatality. In a new, more practical dimensions the question is entering our lives and makes it impossible to blend out that the “good life” is lived on the costs of others.
The juxtaposition between the global north and the global south is built upon inherent inequalities of exploitation where people have varying degrees of freedom and safety while other locations characterised by distress and danger.
To be clear: The “western” world needs the “global south” to uphold its current standard of living, this status quo is dependent on conditions in the global south (working conditions, minimal payment, strategical economical bases..) remain worse off than the global north. It has become clear that the global north is willing to resort to drastic measures to protect the current status quo.
It would be wrong to think that there aren’t differences and dynamic levels of competitiveness between particular bourgeoisies in the global north or the global south; that would completely miss the point. The separation in west and south is just a simplified structure, based on experiences and the consequences of colonization and exploitation, which is still visible in economic, political and cultural inequalities of privileges and helps our understanding of global structures.
In societies all over the world regardless of if you are from the global north or global south, people are still experiencing huge injustices. In all societies the gap between poor and rich people is still (even though this issue is older than Marx) significant. Mainly because of the construction of dependencies and the concurrence between different groups, like workers and immigrants (which are also only constructed), the class struggle doesn’t get organized.
At the moment these two points, the increase of inequalities between the classes and the inequalities between the regions are imposing the question of global justice in a more present level and takes it from a confusing feeling to a conscious problem.
This provokes mainly two reactions.
One is the denial of the necessity of the clarification of these question, like we can see is quite clear in the election of Trump, where it is extra obvious (even though there would be more examples). He promises his supporters, that he won´t accept the fact that he is to some degree responsible for global injustices, and uses this rhetoric to enforce harder measures against the workers, the poor and immigrants. Even though this is only possible with the highest amount of brutality and humanitarian self-alienation.
The second response is about simplifications and reduction. The main point about that is the discrepancy between realistic analysis and political reaction.
Even though it’s known that in globalized structures the cause of a problem or a crisis is not always in the same place as its effect; the proposed solutions are based in a way smaller context. Global developments are viewed as natural catastrophes which seem to be predetermined or irresistible to change from (individual) human beings, so a lot of people start focusing on national “solutions” to at least save their own property.
Additionally there is a lack of balance in international spaces – the imbalance is to the advantage of privileged players, so basically in their interest. Simplified, you can maybe say: In the comparative lawless sphere the power of the strongest (which only gets limited in rudiments) wins. This is quite obvious in economic processes. There you can see, that the asymmetry of power favoured that the west imported and exported in a globalizing way without the possibility for the global south to intervene effectively. This development also effects workers all over the world, because it strengthens the concurrence and the need to let yourself get exploited in an even worse way than before.
But the situations are getting more and more unbearable, the voices are getting louder – still they are not loud enough, not unavoidable. So who should give this a platform, who could support a transnational publicity, formulate a comprehensive criticism and break national self-reference – if not progressive, left movements?
But at the moment the left is missing realistic and offensive progressive answers and discourses, which would be the key to transnational politics against the objectively wrong, national ideologies and the difference between “the others” and “us” – the key to creating progress in questions of global justice.
There is no balance between capital and proletariat and there will never be one. As long as there is capitalism there will always be exploitation, so we have to take the problem to its roots, in order to do that, we always have to think further then the next borders. The class struggles of each region has to be united, there won´t be justice and freedom if some stay oppressed.
We need to reconcile between analysis and political reaction.
We need an honest, common, transnational, critical to the system, language of solidarity as an alternative to the peace rhetoric from the side of politics and institutions which constantly affirm good intentions.
We need to see this moment in which the question of global justice is getting so present as a chance to break down the system, of closing our eyes in front of uncomfortable topics like inequality, the increase of harmings of human rights, the increase of global apartheid and the increase of the division of societies in its own.
The campaign towards the 18th of March is trying to do this, by creating a transnational network, which can and hopefully will be a platform for common struggles. Creating a movement from below which is not afraid to go into a conflict with authorities and capitalism, because it’s not depending on them.
A movement which is able not to run into one of the two discursive traps of realistic policy and politics of justice, the first to set realistic policy as a rational policy of interests over justice or the second to set politics of justice as a tool of humanity, what would make a moral superiority out of basic duties.
Instead, this campaign is trying to formulate a policy of justice as its real policy, by not being a free disposition and becoming a choice to be made. A choice between justice and injustice.